ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ, Ο ΤΑΦΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Κατα τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία πέθανε δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού και τάφηκε στην Ιερουσαλήμ. Υπάρχει, όμως, και η άποψη πως ακολούθησε τον Ιωάννη στην Έφεσο και ότι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της εκεί. Σε ένα κοπτικό κείμενο του 4ου αιώνα, στην 20ή Ομιλία του Κύριλλου της Ιερουσαλήμ, αναφέρεται ότι ο θάνατός της συνέβη στη Σιών (Ιερουσαλήμ), στις 15 Αυγούστου του έτους 43 μ.Χ., και ότι τάφηκε στη Γεθσημανή.
Η επίσημη εκκλησιαστική ιστορία αποδέχθηκε το γεγονός αυτό από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο τάφος της Παναγίας, επομένως, ανήκει στους Ορθόδοξους από την εποχή που οικοδομήθηκε ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου από τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη. Από τον περασμένο αιώνα, όμως, η Καθολική Εκκλησία, η οποία αμφισβητεί το γεγονός, προσπάθησε να μεταθέσει την τοποθεσία του τάφου.
ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ,ΤΟ «ΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ»
Το 1841 οι Καθολικοί άρχισαν να γράφουν και να διαδίδουν ότι η Παναγία έζησε, πέθανε και τάφηκε όχι στη Γεθσημανή, αλλά στην Έφεσο. Οι εικασίες αυτές αντικρούστηκαν κατά καιρούς από τους Ορθόδοξους.
Η έκδοση, όμως, ενός έργου επανέφερε πάλι το θέμα στο προσκήνιο. Η διαμάχη άρχισε τον προηγούμενο αιώνα όταν η καθολική μοναχή Άννα-Κατερίνα Έμμεριχ (που έζησε στη Βεστφαλία και πέθανε το 1824) υπέδειξε, ύστερα από σχετικά «οράματα», τον τόπο ταφής της Παναγίας στην τοποθεσία «Καπουλού-Παναγιά», τρεις ώρες έξω από την Έφεσο. Τα οράματα της Έμμεριχ δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1841, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατό της. Έτσι ανακινήθηκε το θέμα. Το 1869 οι Καθολικοί, απορρίπτοντας πάλι την εκκλησιαστική παράδοση, προσπάθησαν να αμφισβητήσουν εκ νέου την ύπαρξη του τάφου στην Ιερουσαλήμ.
Το 1892, οι Λαζαρινοί Μ. Πουλαίν και Μ. Γιουνγκ ενδιαφέρθηκαν για το θέμα της Εφέσου και επειδή κατάγονταν από τη Σμύρνη, αποφάσισαν να μελετήσουν τους χώρους που δήλωνε η Χριστιανή εκείνη της Βεστφαλίας. Άρχισαν να ερευνούν ξεκινώντας από τον λόφο Μουλμπούλ (Κορησός), σύμφωνα με τις δηλώσεις της Έμμεριχ, η οποία δεν είχε μετακινηθεί ποτέ από τον τόπο της γέννησής της και ούτε είχε καμιά μόρφωση. Έτσι η ομάδα δεν ήξερε προς τα πού να προσανατολιστεί. Δεν υπήρχε, εξάλλου, κανένα μονοπάτι στο βουνό. Διέσχισαν τις χαράδρες και έψαξαν παντού.
Τέλος, την τρίτη μέρα, βρήκαν τον χώρο που περιέγραφε το «όραμα». Έτσι, έφτασαν να ανακαλύψουν στην Παναγιά την Καπουλού, ακόμη και τις στάχτες που υπήρχαν στο τζάκι της κατοικίας της Θεοτόκου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, δημοσιεύθηκαν στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (17-5-1896), το επίσημο όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα παρακάτω: «Πριν ένα χρόνο, με την έγκριση του Πάπα της Ρώμης, αγοράστηκε από Οθωμανό (μωαμεθανό) ιδιοκτήτη ικανός χώρος, στον οποίο υποτίθεται υπήρχε ο τάφος της Θεοτόκου, με σκοπό να ιδρυθεί μεγάλο μοναστήρι και Προσκυνητήριο.
Στις 8 Μαΐου, γιορτή του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, πήγε για να εγκαινιάσει το μέρος, με έκτακτες αμαξοστοιχίες του σιδηροδρόμου του Αϊδινίου, ο επίσκοπος των Δυτικών στη Σμύρνη Ανδρέας Τιμόνης, συνοδευόμενος από αναρίθμητο πλήθος Καθολικών, ανδρών, γυναικών και μαθητών των προπαγανδιστικών σχολών και κληρικών διαφόρων μοναχικών Ταγμάτων και τέλεσε έτσι τα εγκαίνια του προαναφερθέντος τάφου της Παναγίας, που επονόμασε Καπουλού και επέστρεψε το βράδυ στη Σμύρνη.
Τηλεγραφικά αναγγέλθηκε το γεγονός στον Πάπα της Ρώμης Λέοντα, ο οποίος απάντησε αυθημερόν και έστειλε τις ευλογίες του σε όλους όσοι συμμετείχαν στην εκδήλωση». Αρκετά χρόνια αργότερα, σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» της Κωνσταντινούπολης (9-8-1951), ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης κοινοποίησε τις επαφές του με τις αρμόδιες αρχές του Βατικανού.
Σύμφωνα με αυτές, ο πάπας Πίος ΙΒ’ χορήγησε το προνόμιο, στις γιορτές που θα γίνονταν στον «Οίκο της Μεριέμ Ανά» (της Μητέρας Μαρίας) να ψαλλούν από όλους τους μοναχούς οι ευχές για την «μετάστασή της». Χορηγήθηκε επίσης από τον πάπα στον αρχιεπίσκοπο Σμύρνης το δικαίωμα να ευλογήσει εξ ονόματός του όσους θα έπαιρναν μέρος στις γιορτές της 10ης Αυγούστου «επί τη ανοικοδομήσει του Οίκου», του σπιτιού δηλαδή όπου «κατοίκησε η Παναγία».
Η «SANTA CASA» ΤΟΥ ΛΟΡΕΤΟ
Το σπίτι αυτό, ωστόσο, δεν είναι και το μοναδικό που αναφέρουν οι Καθολικοί. Υπάρχει και το προηγούμενο της «Αγίας Οικίας» (Santa Casa) του Λορέτο, του σπιτιού δηλαδή στο οποίο έζησε η Παναγία. Όταν μετά την πτώση του Αγίου Ιωάννη της Άκρας (Πτολεμαΐδας) χάθηκε και το τελευταίο ίχνος της κυριαρχίας των Λατίνων στους Αγίους Τόπους, τότε και η οικία αυτή στην οποία διέμενε η Παναγία μεταφέρθηκε σε λατινοκρατούμενες περιοχές.
Σύμφωνα με την καθολική παράδοση, η «Santa Casa», απειλούμενη με καταστροφή από τους Μωαμεθανούς το 1291, μεταφέρθηκε από τη Ναζαρέτ, από αγγέλους, και αποτέθηκε σε ένα λόφο, στο Τερζάτο της Δαλματίας. Τρία χρόνια αργότερα, πάντα με τον ίδιο τρόπο, μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, κοντά στο Ρεκανάτι και, το 1295, στο Λορέτο. Υπέρ του ιερού αυτού εκδόθηκαν πολλά παπικά διατάγματα, χαρακτηριστικότερο από τα οποία ήταν εκείνο του Ιννοκέντιου Ζ’ ο οποίος καθιέρωσε ειδική θεία λειτουργία για τη γιορτή της «Μεταφοράς του Αγίου Οίκου».
Η «Οικία του Λορέτο», ένα όψιμο γοτθικό οικοδόμημα που άρχισε να κατασκευάζεται το 1468, ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Σίξτου Ε’ (1585-1590). Ο επόμενος πάπας μάλιστα, ο Σίξτος ΣΤ’, ίδρυσε το 1586 το Ιπποτικό Τάγμα της «Αγίας Οικίας του Λορέτο».
Αν αναλογιστούμε ότι το κέδρινο άγαλμα της Παναγίας του Λορέτο, που επίσημα καταγράφεται και ως «Μαύρη Μαντόνα», συνδέεται με πολλές αντίστοιχες «Μαύρες Μαντόνες», μια από τις οποίες έδωσε τη «θεία φώτιση» στον Άγιο Βερνάρδο, θα αντιληφθούμε καλύτερα το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων. Ο Άγιος Βερνάρδος αποκαλούσε την Παναγία «Βασίλισσα των Ουρανών». Κάπως έτσι την εννοούσε και ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ο οποίος επικύρωσε τη λαϊκή λατρεία της Παναγίας, που την ταυτίζει με τη λατρεία της Σελήνης, με τα παρακάτω λόγια: «Προς τη Σελήνη πρέπει να κοιτάζουν όσοι βρίσκονται θαμμένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας. Έχοντας χάσει τη θεία χάρη, η μέρα εξαφανίζεται, ο ήλιος δεν λάμπει πια γι’ αυτούς, αλλά η Σελήνη βρίσκεται ακόμη στον ορίζοντα. Ας μιλήσουν στη Μαρία.
Με τις οδηγίες της πολλοί βρίσκουν τον δρόμο τους προς τον Θεό». Οι απόψεις αυτές φαίνεται να φωτογραφίζουν τον χώρο στον οποίο λατρεύτηκε η μεγάλη Εφέσια θεά Άρτεμις-Σελήνη.
ΚΑΣΜΙΡ, Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΑΡΙΑΣ