(ΟΜΙΛΙΑ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΪΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΟΥ ΕΣΤΑΛΗ ΣΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΟΝΑΧΩΝ-ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΤΟ ΣΟΥΠΡΑΣΛ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ -ΣΕΠΤ.2012)
Ἡ Ἱερά καί Σεβάσμια Λαύρα τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας ἀποτελεῖ μοναδικό φαινόμενο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Ἐπί 1.500 καί πλέον ἔτη συνεχοῦς μοναστικῆς ζωῆς ὑπῆρξεν ἀναμφιβόλως μία θεόκτιστος ἔπαλξις καί φάρος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ζωῆς. Ὅπως πολύ σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ἡ πριγκίπισσα πασῶν τῶν Μονῶν καί τό πρότυπο παράδειγμα μοναχικῆς βιοτῆς.
Ὑπῆρξε πρωτοπόρος στήν διαμόρφωση τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, τοῦ Τυπικοῦ καί τῆς Ἱερᾶς Ὑμνογραφίας. Ἀνέδειξε στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας πλῆθος ἁγίων, Ἱεραρχῶν, Ὁμολογητῶν, Ἀναχωρητῶν, Ὁσίων Κοινοβιοτῶν, Διδασκάλων, Θεολόγων καί Μαρτύρων.
Ἅγιοι τῆς Λαύρας -ἐκτός τοῦ Ὁσίου, Θεοφόρου Πατρός καί κτήτορος αὐτῆς, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου- εἶναι:
-ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Μέγας Δογματικός Θεολόγος,
Ὁμολογητής καί Ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας
(4 Δεκεμβρίου)
-ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ἐπίσκοπος Μαϊουμά, θετός ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Δαμασκηνοῦ καί Μέγας -ἐπίσης- Ὑμνογράφος
(14 Ὀκτωβρίου)
-ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὁ Ἡσυχαστής
(3 Δεκεμβρίου)
-οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι καί Ὁμολογηταί Θεόδωρος καί Θεοφάνης, οἱ Γραπτοί
-ὁ ἅγιος Θεόδωρος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἐδέσσης τῆς Συρίας, ὁ θαυματουργός καί συγγραφεύς
-ὁ ἅγιος Μιχαήλ, ὁ Ὁσιομάρτυς καί ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Θεοδώρου (19 Ἰουλίου)
-ὁ ὅσιος Ξενοφῶν, μετά τῆς συμβίας του Μαρίας καί τῶν υἱῶν αὐτῶν, Ἀρκαδίου καί Ἰωάννου
-ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὁ Ἱεροσολυμίτης καί ποιητής τοῦ Μεγάλου Κανόνος
-οἱ ἅγιοι Στέφανοι (ὁ Μελωδός καί ὁ θαυματουργός)
-ὁ ὅσιος Ἀντίοχος, ὁ Πανδέκτης (24 Δεκεμβρίου)
-ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος, ὁ Πέρσης (22 Ἰανουαρίου)
-ἡ ὁσία Σοφία, ἡ μήτηρ τοῦ ἁγίου Σάββα
-τό πλῆθος τῶν Ὁσιομαρτύρων Ἀββάδων, τῶν ἀναιρεθέντων ὑπό διαφόρων βαρβάρων ἐπιδρομέων καί πολλοί ἐπιπλέον ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι Ὅσιοι Πατέρες καί Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται πανηγυρικῶς σέ κοινή Σύναξη τήν Γ΄ Κυριακήν, μετά τήν Πεντηκοστήν.
Ὅλοι τους συναποτελοῦν τήν δόξα καί τό καύχημα τῆς Λαύρας καί μέχρι σήμερα στηρίζουν, εὐλογοῦν καί ἁγιάζουν -διά τῶν Ἱερῶν τους λειψάνων- τούς ἑκάστοτε ἐνασκουμένους πατέρες.
Ἄν θελήσουμε -ἐν συντομία- νά χαρακτηρίσουμε τήν Ἱστορία τῆς Λαύρας, θά λέγαμε ὅτι συγκροτεῖται ἀπό τρία κυρίως στοιχεῖα: ἱδρῶτες, δάκρυα καί αἵματα.
Καί πρῶτα ἔρχονται οἱ ἱδρῶτες πάντων τῶν -ἐξ ἀρχῆς μέχρι σήμερα- ἀσκησαμένων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐκοπίασαν μέσα στόν καύσωνα τῆς ἐρήμου καί ὡς ποταμούς προσέφεραν -καί προσφέρουν- στόν Κύριο τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως, τῆς διακονίας καί τῆς μετανοίας.
Ἔπειτα ἔρχονται οἱ πηγές τῶν δακρύων, οἱ ὁποῖες ἑνωμένες μέ τό -κατά Θεόν- πένθος, τήν μετάνοια καί τούς ἱδρῶτες τῆς ἀσκήσεως, ἐγεώργησαν τό ἄγονον τῆς ἐρήμου τῶν ψυχῶν καί ἐκαρποφόρησαν ἑκατονταπλάσια τούς καρπούς τῶν ἐνθέων ἀρετῶν.
Εἶναι ἀκόμη καί τά πάνσεπτα μαρτυρικά αἵματα, τῆς ἀθλήσεως τῶν μακαρίων Ἀββάδων, οἱ ὁποῖοι ἐτελείωσαν τόν καλόν τους ἀγώνα ἤ μᾶλλον ἐτελειώθησαν διά τοῦ μαρτυρίου στήν -κατά τόν Θεόν καί τόν πλησίον- ἀγάπη.
Κάθε σπιθαμή γῆς, κάθε ὀπή καί σπήλαιον τῆς ἐρήμου, κάθε πέτρα καί σχισμή βράχου, εἶναι ποτισμένα μέ τά αἵματα, τά δάκρυα καί μέ τούς ἱδρῶτες τῶν θεοφόρων Πατέρων καί γι΄αὐτό ἀποτελοῦν ἑστίες ἁγιασμοῦ γιά τόν κάθε πιστόν προσκυνητήν τῆς Ἁγίας Γῆς.
Ἐκεῖνος ὅμως πού ὑπῆρξε ἡ αἰτία καί ἡ ἀρχή τῆς θαυμαστῆς Ἱστορίας τῆς Λαύρας -ἀνά τούς αἰῶνες- εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Μέγας καί Θεοφόρος Πατήρ ἠμῶν Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, τό καύχημα τῶν ἀναχωρητῶν, ἡ δόξα τῶν Μοναχῶν, ὁ φωστήρ τῆς Οἰκουμένης, ὁ ὁποῖος μέ πλῆθος θαυμάτων φωτίζει κάθ΄ἑκάστην τά σύμπαντα καί διά τοῦ ἀφθάρτου αὐτοῦ Λειψάνου καθωραϊζει, ἁγιάζει καί στηρίζει τήν Ἱερά Λαύρα καί τούς Μοναχούς της.
Ὁ πρῶτος πυρήνας τῆς Λαύρας δημιουργεῖται ἀπό ἑβδομήντα ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ἅγιο, περί τό 483 μ.Χ. καί ἑξῆς. Ἡ Λαύρα τότε μεταφέρεται στήν δυτική πλευρά τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου καί κτίζεται ἡ «Θεόκτιστος» Ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Λίγο ἀργότερα οἰκοδομεῖται ὁ μεγάλος κεντρικός ναός (τό καθολικό), ἀφιερωμένος στόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, καί τά ὑπόλοιπα κτίσματα πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ αὐξανομένου πλήθους τῶν Μοναχῶν.
Ἡ Μεγίστη Λαύρα ἀπετέλεσε τό πρότυπο κατά τόν βίον καί τό λειτουργικό τυπικό της καί γιά τίς ἄλλες τρεῖς λαῦρες καί τά ἕξι κοινόβια, τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σάββας ἵδρυσε μέχρι τόν θάνατό του.
Ἡ ζωή τοῦ ἁγίου ὑπῆρξεν ὄντως πανοσία καί ἀγγελική. Ἀπό τήν νηπιακήν του ἡλικία ὁ ἅγιος Σάββας ἀφιερώθηκε στόν Θεό. Ἀπό τά ὀκτώ του χρόνια εἰσῆλθε στό κοινόβιο τῶν Φλαβιανῶν, στήν πατρίδα του τήν Καππαδοκία. Πάντοτε, καί μέχρι τέλους τῆς ἐπιγείου βιοτῆς του, ὑπῆρξε παράδειγμα ἐγκράτειας, ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης.
Ὅταν ἦταν νέος μοναχός ἐπιθύμησε, ἐκτός τῆς εὐλογημένης ὥρας τοῦ φαγητοῦ, ἕνα μῆλο ἀπό τόν κῆπο. Τότε τιμωρώντας τόν ἐαυτόν του, γιά τήν παράκαιρη ἐπιθυμία αὐτή, ἔβαλε κανόνα τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του νά μήν ξαναφάγει ποτέ μῆλο, γεγονός πού τηρεῖται μέχρι σήμερα ἀπό ὅλους τούς Μοναχούς τῆς Λαύρας.
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὁ ἅγιος ἀκολουθώντας τίς διατάξεις τῶν παλαιοτέρων Ἁγίων -Ἀντωνίου, Παχωμίου καί Βασιλείου τῶν Μεγάλων- ὅρισε ἡ Μονή (ἡ Λαύρα) νά εἶναι ἄβατος γιά πρόσωπα τοῦ γυναικείου φύλου. Αὐτή ἐξάλλου ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ ἐπίσημη βασική γραμμή στήν Ἐκκλησιαστική ἀλλά καί στήν πολιτική νομοθεσία, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ (Νεαρά 133, κανόνες 47 & 18 τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Πενθέκτης & Ζ΄ ἀντιστοίχως), καί μέχρι τίς ἡμέρες μας διατηρεῖται σέ πλῆθος Ἱερῶν Μονῶν. Ὅλα σχεδόν τά Μοναστηριακά Τυπικά υἱοθετοῦν καί ὑπογραμμίζουν τήν αὐστηρή ἀρχή τοῦ «ἀβάτου» σέ πρόσωπα τοῦ ἄλλου φύλου, ἄνδρες ἤ γυναῖκες.
Κυρίως ὅμως τό «ἄβατον» ἀπορρέει θεμελιωδῶς ἀπό τήν μοναχικήν ὑπόσχεσην κάθε Ὀρθοδόξου Μοναχοῦ ἤ Μοναχῆς κατά τήν κουρά του/της, νά τηρήσει τήν παρθενία (ἁγνεία σώματος καί ψυχῆς). Ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα μέχρι σήμερα, πιστή κατά πάντα στήν παράδοση τῶν Θεοφόρων Πατέρων, τηρεῖ ἀνεξαιρέτως τήν ἀρχήν τοῦ «ἀβάτου», ὄχι ἀπό μίσος ἤ ἀποστροφή πρός τίς γυναῖκες –ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ κατήγοροι, οὔτε ἁπλῶς ὡς θέμα ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἤ ὡς ἱστορικό καί πολιτιστικό κειμήλιο, ἀλλά θέλοντας νά προβάλλει καί τήν βαθιά θεολογική καί ἐσχατολογική προοπτική τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στόν σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο κόσμο.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα γιά τήν Λαύρα ὑπῆρξε ἀπαρχῆς ἡ ἔλλειψις νεροῦ. Ὁ ἅγιος ἀναγκάζεται νά καταφύγει στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, διά τῆς προσευχῆς, καί ὤ τοῦ θαύματος!, στήν βάση τῆς Μονῆς, δίπλα ἀπό τόν χείμαρρο, βλέπει ἕναν ἄγριο ὄνο νά σκάβει τό μέρος καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἀναβλύζει μέσα ἀπό τόν ἄγονο βράχο νερό, διαυγέστατο καί δροσερό, ἀπό τό ὁποῖο πάντοτε ἔπιναν καί πίνουν οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς.
Εἶναι τό λεγόμενο Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, τό ὁποῖο μεταφέρεται καθημερινά μέ κόπο σέ δοχεῖα τῶν 20-30 λίτρων ἀπό τούς ἀδελφούς, καί δίνεται ὡς εὐλογία στούς προσκυνητές. Ἔχει -μεταξύ τῶν ἄλλων- καί ἰαματικές ἰδιότητες. Ἐπειδή ὅμως τό ἁγίασμα εἶναι ἐλάχιστο καί χρησιμεύει πρός πόσιν μόνον ἀπό τούς Μοναχούς, ἡ Λαύρα διαθέτει μεγάλες δεξαμενές νεροῦ (=στέρνες), στίς ὁποῖες συγκεντρώνεται βρόχινο νερό, τό ὁποῖο προορίζεται γιά πότισμα, χώρους ἀναγκαίους καί ἄλλες ἐργασίες, ἀλλά καί γιά τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, ἰδιαιτέρως τά τελευταῖα ἔτη (ὡς πόσιμο, δηλαδή, νερό).
Ἀξίζει ἐδῶ -παρεμβατικά- νά ἀναφερθοῦμε καί στό θέμα τῆς ἀλουσίας τῶν Μοναχῶν τῆς Λαύρας, μία εὐλαβική ἀσκητική συνήθεια αἰώνων, πού στίς ἡμέρες μας τείνει δυστυχῶς -στά μοναστήρια τοῦ κόσμου- νά ἐκλείψει. Οἱ Πατέρες, ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τῆς ἀσκήσεως, πρόσεχαν ἰδιαιτέρως νά περικόπτουν τήν σωματική ἀνάπαυση καί περιποίηση, τήν ὑπέρ τό δέον. Γι΄αὐτό, μαζί μέ τήν ἐγκράτεια στίς τροφές, στά λόγια καί γενικά σέ ὅλες τίς αἰσθήσεις, ἀρνοῦνταν ἑκουσίως νά γυμνώσουν τό σῶμα, νά τό ἐγγίζουν ἤ καί νά βλέπουν τά γυμνά μέλη του, ἀποσκοπώντας νά διαφυλάξουν ἀμόλυντη τήν σωφροσύνη καί νά ἔχουν ὅλον τόν νοῦ καί τήν καρδία τους στήν προσευχή καί τήν θεωρία τῶν Οὐρανίων.
Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ ἐπαξίως καί ἐπακριβῶς τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, τούς πειρασμούς καί τά θαύματα πού ὁ Θεός ἐνεργοῦσε καί ἐνεργεῖ μέχρι τώρα, διά μέσου τοῦ ἁγίου Του;
Μέ πολλή συντομία ἀναφέρουμε:
α) Τούς μεγάλους ἀγῶνες του γιά τήν Ὀρθοδοξία καί κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Μέ τήν κινητοποίηση ὅλων των Μοναχῶν τῆς ἐρήμου κατόρθωσε νά στηρίξει τούς Ὀρθόδοξους Πατριάρχες Ἠλία καί Ἰωάννη, καθ΄ἥν στιγμήν οἱ Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας εἶχαν περιέλθει σέ Μονοφυσίτες Πατριάρχες.
Ἀλλά καί ἀργότερα, τό 808 μ.Χ., ἡ Λαύρα ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ εὐλαβοῦς Ἡγουμένου της Ἰωάννου πρωτοστάτησε ἐπίμονα στήν ἀπόκρουση τῆς πρωτοεμφανισθείσης προσθήκης τοῦ Filioque ἀπό Βενεδικτίνους Μοναχούς τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, μισόν αἰώνα περίπου προτοῦ λάβει κυρίαρχη θέση στίς ἐπίσημες θεολογικές διενέξεις Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
β) Τήν δύναμιν τῆς ἐνοικούσης -στόν Ἅγιο Σάββα- Θείας Χάριτος, μέ τήν ὁποίαν ἔλυσεν πενταετῆ ἀνομβρία στά Ἱεροσόλυμα, ἐξεδίωξε τούς δαίμονες ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά καί ὁλόκληρες περιοχές, στίς ὁποῖες ἱδρύθηκαν κοινόβια. Ἀμέτρητες εἶναι οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες συνεχίζονται καί στίς ἡμέρες μας. Ἰδιαιτέρως δέ, ὅσες σχετίζονται μέ τήν πολυώδυνο νόσον τοῦ καρκίνου. Σημειώνουμε ἐδῶ, τήν ἰαματική χάρη τοῦ φοίνικα καί τῶν καρπῶν του, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος φύτεψε, καί μέχρι σήμερα -δι΄εὐχῶν του- λύεται σέ πολλούς ἄτεκνους συζύγους ἡ στείρωση.
γ) Τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ Ἁγίου στήν Λαύρα, τό 533 μ.Χ. Τό τίμιο Λείψανό του, μετά ἀπό 15 ἔτη, βρέθηκε ἄφθορο καί εὐωδιάζον. Κατόπιν μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στήν Βενετία τό 1204, μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Σταυροφόρους. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1965 ἐπεστράφη ὁριστικά στήν Λαύρα μέ πολλή ἐπισημότητα καί πλῆθος ἐπακολουθούντων σημείων (πρό, κατά καί μετά τήν ἐπανακομιδήν).
Τό γεγονός ἀποτελεῖ τήν δεύτερη μεγάλη πανήγυρη τῆς Μονῆς καί ἑορτάζεται μέ τήν παρουσία τοῦ Πατριάρχου, Ἱεραρχῶν καί φυσικά μέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία, στίς 13/26 Ὀκτωβρίου, κάθε χρόνο.
Δέν θά παραλείψουμε ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι ἕνα ἀπό τά ζωντανά θαύματα τῆς Πίστεώς μας, παρατεινόμενο στούς αἰῶνες καί μοναδικό στό εἶδος του, εἶναι γιά τήν Λαύρα ὁ τρόπος ταφῆς τῶν Μοναχῶν. Ὄχι πως τελεῖται κάποια διαφορετική ἀκολουθία, ἀλλά ἐνῶ ὁ χῶρος πού κατατίθενται τά σώματα τῶν Πατέρων εἶναι ἕνα στενό ὑπόγειο σπήλαιο, μέ πέτρινες θῆκες στό προαύλιο τοῦ Καθολικοῦ, κατά τήν ἀποσύνθεση δέν παρατηρεῖται ἡ ἐλάχιστη δυσοσμία. Καί μπορεῖ ὁ καθείς πού θά παρευρεθεῖ στήν κηδεία ἑνός ἀποθανόντος ἀδελφοῦ, νά θαυμάσει τή θεωρία τῶν προαπελθόντων πατέρων, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅλοι ὡς ἅγια λείψανα.
Ὑπάρχει βέβαια εἰδικός χῶρος (εἴσοδος καί σπήλαιο) πού κατατίθενται τά σώματα τῶν Μεγαλοσχήμων Μοναχῶν καί Ἱερέων-Ἡγουμένων τῆς Λαύρας, ἐνῶ πιό δίπλα μία ξεχωριστή καταπακτή (εἴσοδος) σέ παραπλήσιο σπήλαιο γιά τούς ὑπολοίπους Πατέρας, καί οἱ δύο ὅμως τόποι ἔχουν τήν ἰδία χάρη. Πρόκειται ἐμφανῶς γιά ἕνα θαυμαστό φαινόμενο καί γιά ἕνα μεγάλο χάρισμα ἐκ Θεοῦ, στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Νά διευκρινίσουμε ὅτι τά σώματα τῶν κεκοιμημένων Πατέρων δέν θάπτονται στό χῶμα, καί ὅτι ἡ εἴσοδος τοῦ κοιμητηρίου σφραγίζεται καί ἀνοίγει μόνον γιά τήν ταφή ἑκάστου ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς.
Καρπός ὄντως ἐπάξιος τῆς ἀγγελικῆς βιοτῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ὅλη ἡ περαιτέρω πορεία καί Ἱστορία τῆς Λαύρας, τῆς ὁποίας ἡ ἀπήχηση τοῦ Μοναχικοῦ τρόπου ζωῆς ὑπῆρξε πρότυπο στήν διαμόρφωση -ὅπως προαναφέραμε- τοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ καί τῆς ἐν γένει Μοναχικῆς ἀσκήσεως, ἀνά τήν οἰκουμένην.
Ἐδῶ γράφονται καί ψάλλονται -γιά πρώτη φορά- οἱ ὑπεροχώτεροι ὕμνοι τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μας ἀπό τούς ὄντως θεολήπτους ἁγίους ὑμνογράφους καί ποιητές, τό «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ…» καί τό «Χριστός γεννᾶται…» (τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ), τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα…» (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ), ἀλλά καί τά πλεῖστα των Κανόνων καί Τροπαρίων τῆς Παρακλητικῆς καί τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν Ἑορτῶν.
Ἀκόμη καί ἡ τιμή τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ καθιέρωση τῆς μνήμης του λειτουργικά κάθε Πέμπτη μαζί μέ τούς τιμωμένους καθημέραν Ἁγίους στό λειτουργικό μας τυπικό, καθορίζονται σταδιακά ἐδῶ, ἡ γένεση τῆς ἀγρυπνίας τῆς Κυριακῆς, ὁ χωρισμός τοῦ Ψαλτηρίου σέ καθίσματα, ἡ ἀκολουθία τῆς εὐλογήσεως τῶν ἄρτων (ἀρτοκλασία), καί τόσα ἄλλα, διαμορφώνονται σταδιακά ἀπό τούς Ἅγιους Πατέρες τῆς Λαύρας.
Ἡ τιμή τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα σέ ὅλα μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς. Οἱ διάδοχοί του -στήν ἡγουμενία- ἀνέδειξαν πραγματικῶς τήν Λαύρα προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Παλαιστίνη κατά τοῦ Ὠριγενισμοῦ, τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τῆς Εἰκονομαχίας καί τοῦ Παπισμοῦ -μέ πανορθόδοξη ἐμβέλεια. Μετά δέ τούς μέσους χρόνους, ἡ Λαύρα ἀναδείχθηκε ἀκόμη καί παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητος, τά μέλη τῆς ὁποίας καταρτίζονταν διά τῆς πείρας τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως στά τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἁρμόδια.
Εἶναι πραγματικά ἀληθινός ὁ χαρακτηρισμός ὅτι ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶχε τό αὐστηρότερο τυπικό καί τόν πιό ἀσκητικό τρόπο ζωῆς. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι μέχρι τό 1965 (ἔτος ἐπανακομιδής τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου) δέν ὑπῆρχε ὁδική πρόσβαση στήν Λαύρα, οἱ προσκυνητές ἦταν ἐλάχιστοι, τό καλντερίμι (=πέτρινος παλαιός δρόμος) ἦταν ἡ μόνη ὁδός γιά τά Ἱεροσόλυμα, εἴτε πεζή, εἴτε μέ τά ζῶα (μουλάρια, καί καμῆλες παλαιότερα).
Ἀκόμη ὅμως καί σήμερα, παρόλο πού ὁ κόσμος κατακλύζει τά προσκυνήματα καί ἡ τεχνολογία ἔχει εἰσβάλει σέ κάθε τόπο, ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα διατηρεῖ -ὅσο εἶναι δυνατόν- τήν ἁπλότητα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, χωρίς τίς πολυτέλειες καί ἀνέσεις τοῦ κόσμου.
Ἔτσι ὁ νέος δόκιμος Μοναχός -καί σήμερα- χρειάζεται ὁπωσδήποτε νά εἶναι ἐξαρχῆς ὁπλισμένος μέ τελεία αὐταπάρνηση, ὑπομονή καί πίστη στό ξεκίνημα τῆς Μοναχικῆς του ζωῆς. Τό στάδιο τοῦ δοκίμου Μοναχοῦ ποικίλει κατά τόν χρόνο ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, τήν πρόοδο στήν ὑπακοή καί στόν ζῆλο γιά τήν πολυειδή ἄσκηση, κυμαίνεται ὅμως ἀπό ἕνα ἕως καί τρία ἔτη.
Κατόπιν ὁ δόκιμος Μοναχός φορά τά ράσα, τά ὁποῖα εὐλογοῦνται μέ μία εἰδική δέηση μπροστά στό Σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Ἀργότερα, ἀκολουθεῖ ἡ κουρά τοῦ λεγομένου Μικροσχήμου Μοναχοῦ, ὅπου κατ΄οὐσίαν ἁπλῶς διαβάζεται ἡ εἰδική εὐχή καί ὁ νέος Μοναχός λαμβάνει -γιά πρώτη φορά- τό καινούργιο Μοναχικό του ὄνομα. Ὅλα αὐτά τά στάδια ὁπωσδήποτε ἔχουν καί ἕνα μυστικό χαρακτήρα, προϋποθέτουν δηλ. τήν προκοπή καί τήν ἄνοδο τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν.
Τό ἀποκορύφωμα καί τό μέγα μυστήριο τῆς Μοναχικῆς τελειώσεως βέβαια εἶναι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος, τό ὁποῖον δίδεται σέ ὥριμη ἡλικία, μετά ἀπό ἀρκετά ἔτη παραμονῆς στήν Μονή. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη -ἐπί γῆς- χαρά τοῦ Μοναχοῦ. Συνάπτει ἐπισήμως τόν πνευματικόν γάμον μέ τόν Οὐράνιον Νυμφίον Χριστόν, ἐνδύεται ἅπασαν τήν πανοπλίαν, γίνεται Στρατιώτης Χριστοῦ, δίνει τίς συγκλονιστικές καί φρικτές ὑποσχέσεις τῆς -μέχρι θανάτου- ὑπακοῆς, παρθενίας καί ἀκτημοσύνης. Ὅλα βέβαια γίνονται κατόπιν τῆς εὐλογίας τοῦ Πατριάρχου.
Ὑπάρχει μάλιστα καί «τυπικό» γιά τόν νεόκουρο Μεγαλόσχημο Μοναχό. Νά παραμένει σέ τέλεια ἡσυχία καί ἀποχή ἀπό τά καθιερωμένα διακονήματα γιά ἑπτά συνεχεῖς ἡμέρες στόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, προσευχόμενος ἀδιαλείπτως καί ἀπολαμβάνοντας τήν χάρη τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἡ ὁποία συνήθως καί ἑξαιρέτως τόν ἐπισκιάζει τίς πρῶτες ἡμέρες.
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐπιβράβευση τῆς ἐναρέτου ζωῆς τοῦ Μοναχοῦ, ἀλλά κυρίως τό Μυστήριο μέ τό ὁποῖο δίνεται πλουσία ἡ χάρις καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρός ἀντιμετώπισιν τῶν μεγαλυτέρων πνευματικῶν ἀγώνων πού ἀκολουθοῦν. Εἶναι καί νέο βάπτισμα, πού ἀφαιρεῖ καί ἑξαλοίφει ὅλες τίς -μετά τό πρῶτο βάπτισμα- ἁμαρτίες καί γι΄αὐτό ἀπό πολλούς ἅγιους Πατέρες ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο -ἐπί γῆς- δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Εἶναι ἀκόμη καί ἀνεξάλειπτο, δηλαδή καί στήν περίπτωση πού κάποιος ἐγκαταλείψει τό Μοναστήρι καί ἐπιστρέψει στόν κόσμο ἤ δημιουργήσει οἰκογένεια, φέρει πάντοτε στήν ψυχή του ἀνεξάλειπτη τήν σφραγίδα τοῦ Σχήματος. Καί στήν φοβερή ὥρα τῆς κρίσεως θά λογοδοτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου γιά τό πόσο ἀγωνίστηκε νά τηρήσει μέ μετάνοια καί ἄσκηση τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου θυσιαστηρίου.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς συστάσεως τοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν τήν διάκριση τῶν διακονημάτων μέσα στήν Μονή, ἀνάλογα βέβαια μέ τίς ἱκανότητες καί μέ τήν δύναμη κάθε ἀδελφοῦ. Τό διακόνημα στό κοινόβιο εἶναι πάντοτε ἱερό καί ἅγιο, ἐφόσον δέν ὑπηρετοῦνται ἁπλῶς οἱ ἀδελφοί ἤ κάποιοι προσκυνητές, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τά πάντα ἔχουν τήν ἀναφορά τους στόν Κύριο. Κάθε πράγμα -καί τό πλέον ἀσήμαντο στήν Μονή- εἶναι ἱερό, ἀφιερωμένο στόν Θεό, γι΄αὐτό καί ἀπαιτεῖται περισσή ἐπιμέλεια καί σεβασμός σέ ὅλα.
Ἡ διακονία μάλιστα θεωρεῖται -μετά τήν κοινή λατρεία- τό σημαντικότερο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Μοναχοῦ, ἀνώτερο καί ἀπό τόν προσωπικό του κανόνα. Σήμερα στήν Λαύρα, λόγω καί τοῦ περιορισμένου ἀριθμοῦ τῶν Μοναχῶν, τά διακονήματα εἶναι τά συνήθη ἑνός κοινοβίου.
Ὑπάρχει ὁ πορτάρης, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει τήν εἴσοδο τῶν ξένων καί εἶναι ἐπιφορτωμένος μέ τήν ὑποδοχή τῶν γυναικών ἔξωθεν τῆς Μονῆς. Διακόνημα δύσκολο, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ μεγάλη ψυχική καί σωματική ἀντοχή -ἰδιαιτέρως στίς ἡμέρες μας- ὅπου οἱ προσκυνητές συρρέουν ἀσταμάτητα.
Στό Μαγειρεῖο διακονεῖ ὁ μάγειρας μέ τούς βοηθούς του, γιά τήν παρασκευή καί ἑτοιμασία τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Ἡ τάξη τῆς Μονῆς θέλει -μέχρι σήμερα- νά γίνεται μία φορά τράπεζα τήν ἡμέρα (λίγο πρίν τό μεσημέρι), ἐκτός Σαββάτου καί Κυριακῆς, ὅπου παρατίθενται δύο τράπεζες (ἡ δεύτερη μετά τόν Ἑσπερινό). Ἐπίσης σέ κάθε Μεγάλη Δεσποτική καί Θεομητορική ἑορτή γίνονται δύο τράπεζες.
Τό φαγητό εἶναι ἀρτύσιμο στίς ἡμέρες πού ὑπάρχει κατάλυση. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή εἶναι νηστήσιμο (=ἄλαδο), ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά ποῦμε ὅτι ἡ νηστεία τῆς Δευτέρας γίνεται πρός τιμήν τῶν Ἀρχαγγέλων (πού εἶναι οἱ Προστάτες τῶν Μοναχῶν) καί εἶναι καθαρά Μοναχική νηστεία.
Ἡ ἀποχή ἀπό τό κρέας εἶναι ἀρχαιότατη, καθιερωμένη σέ ὅλα σχεδόν τά Μοναχικά Τυπικά καί τίς διατάξεις τῶν θεοφόρων Πατέρων, δέν ἀποτελεῖ ἕνα καθῆκον ἤ μία συμμόρφωση σέ κάποιες Ἀποστολικές ἐντολές, ἀλλά εἶναι προσφορά ἑκούσια τοῦ Μοναχοῦ πρός τόν Κύριον, ὡς δῶρο καί εὐγνωμοσύνη, ἐφαρμόζεται μάλιστα καί στήν Δεσποτική ἐντολή: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 5,20).
Ὑπάρχει καί ἡ εὐλογημένη συνήθεια κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καθώς καί τῆς Νηστείας τοῦ Δεκαπενταύγουστου (τῆς Παναγίας) νά ἔχουμε ὄχι μαγειρευμένο φαγητό, ἀλλά ξηροφαγία (ψωμί, ἐλιές, λαχανικά καί φροῦτα). Μάλιστα, στήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή αὐτό γίνεται μετά τήν ἐνάτη. Ὅλον ὅμως τόν ὑπόλοιπο χρόνο ὑπάρχει ἕνα πρωινό ρόφημα μετά τήν Θεία Λειτουργία καί -προαιρετικά- μετά τόν Ἑσπερινό.
Συνεχίζοντας τήν ἀπαρίθμηση τῶν διακονημάτων ἐρχόμαστε στόν ἀρχοντάρη, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιφορτισμένος μέ τήν ὑποδοχή, τήν ξενάγηση καί τό κέρασμα τῶν προσκυνητῶν. Ὅταν οἱ ὁμάδες τῶν προσκυνητῶν εἶναι πολλές μαζί, χρειάζονται ὁπωσδήποτε δύο ἤ καί τρεῖς ἀδελφοί γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ξένων. Εἶναι διακόνημα ἐξίσου δύσκολο, χρειάζεται γλωσσομάθεια καί ὑπομονή πολλή, διότι ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπους κάθε γλώσσας καί θρησκείας.
Σέ ὅσους ἐπιθυμοῦν νά διανυκτερεύσουν στην Μονή, τούς παρατίθεται τράπεζα (=φαγητό), τούς δίνεται ἕνα δωμάτιο διαμονῆς καί ἀκολουθοῦν -μαζί μέ τούς Μοναχούς- το πρόγραμμα τῶν κοινῶν λατρευτικῶν Συνάξεων (=Ἀκολουθιῶν) τοῦ νυχθημέρου. Ἐπειδή στήν Λαύρα τά τελευταῖα χρόνια ἔγιναν καί γίνονται μεγάλες ἀνακαινιστικές ἐργασίες καί ἐργασίες συντήρησης, ὑπάρχει ἱκανός ἀριθμός δωματίων φιλοξενίας. Τήν καθαριότητα καί ἐπίβλεψη ὅλων αὐτῶν ἀναλαμβάνει ἕνας Μοναχός, πού φροντίζει πάντοτε νά ὑπάρχουν ἕτοιμοι χῶροι ὑποδοχῆς γιά ὅλους τούς ξένους.
Τήν διακονία τῆς καθαριότητας καί τῆς γενικῆς φροντίδας τοῦ Ναοῦ ἀναλαμβάνει ὁ ἐκκλησιαστικός (ἕνας ἤ δύο ἀδελφοί). Αὐτός εἶναι πού -μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντος- κάθε ἡμέρα ξυπνᾶ τούς ἀδελφούς, κτυπᾶ τό «τάλαντο» καί τίς καμπάνες γιά νά ξεκινήσουν οἱ ἀκολουθίες, ἀνάβει τά καντήλια τῆς Ἐκκλησίας, διακονεῖ τόν ἐφημέριο ἱερέα στό Ἱερό καί φροντίζει γιά τήν εὐπρέπεια καί τήν τάξη σέ ὅλα.
Δέχεται ἐπίσης καί τακτοποιεῖ τίς προσφορές τῶν προσκυνητῶν (πρόσφορα, κεριά, θυμίαμα, λάδι). Εἶναι -θά λέγαμε- τό πιό εὐλογημένο καί ἱερό διακόνημα, διότι σχετίζεται μέ τήν ἄμεση διακονία τῆς Θείας Λατρείας. Ὅλη τήν ἡμέρα ὁ ἐκκλησιαστικός κινεῖται στόν Ναό, μόνος μέ τούς ἁγίους, ἀπερίσπαστος ἀπό ταραχές καί θορύβους. Χρειάζεται βέβαια πολλή σωματική ἀντοχή, μεγάλη εὐλάβεια, φόβος Θεοῦ, σωφροσύνη καί καθαρότητα, προσοχή καί καλή γνώση τοῦ τυπικοῦ καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.
Ὁ μάγκιπας (=ἀρτοποιός) προετοιμάζει, ζυμώνει καί ψήνει τόν ἄρτον (=ψωμί).
Ὁ προσφοράρης εἶναι ἀφιερωμένος ἀποκλειστικά γιά τήν παρασκευή τῶν προσφόρων.
Εἰδικό γιά τήν Λαύρα διακόνημα εἶναι ἡ κάθοδος στό σπήλαιο τοῦ Ἁγιάσματος, ἡ παραλαβή τοῦ Ἁγιάσματος καί τό ἀνέβασμά του πάλι στήν Μονή, διακόνημα κοπιαστικό, μά πολύ εὐλογημένο.
Ὅταν ὑπάρχει ἱκανός ἀριθμός Μοναχῶν, τά διακονήματα αὐξάνονται, μέ ἐργόχειρα ξυλογλυπτικῆς, κατασκευή θυμιάματος κ.α. Κατά καιρούς πλάθεται μεγάλη ποσότητα καί ποικιλία καθαρῶν λαμπάδων ἀπό ἁγνό κερί.
Ἡ Μονή διαθέτει ἀκόμη χώρους μέ πλήρη τεχνικό ἐξοπλισμό, ξυλουργεῖο καί ἁγιογραφεῖο.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλά ἀφανῆ καί μικρά, ἀλλά πολύ σημαντικά καθημερινά διακονήματα, ὅπως ἡ περιποίηση τῶν λυχνιῶν (=φαναριῶν τοῦ πετρελαίου) γιά τόν φωτισμό τῆς νύκτας, ἡ καθαριότητα τῶν ἀναγκαίων χώρων κ.α.
Εἶναι ἀκόμη καί ἡ ἀλληλογραφία τῆς Μονῆς πού ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη φροντίδα, ὅπως ἐπίσης καί οἱ ἐξωτερικές ἀποστολές (οἱ ὁποῖες γίνονται μέ τό αὐτοκίνητο τῆς Λαύρας) καί σχετίζονται μέ ἀναγκαῖες ἐπισκέψεις σέ ἰατρούς ἤ νοσοκομεῖα, στά ἁρμόδια ὑπουργεῖα, στό ἀεροδρόμιο καί σέ πολλές ἄλλες δημόσιες ὑπηρεσίες.
Τό πρόγραμμα τῶν Ἀκολουθιῶν καί ἡ ἐν γένει ζωή ἐντός τῆς Λαύρας ρυθμίζονται κατά τήν λεγομένη Βυζαντινή Ὥρα, ὅπως καί στό Ἅγιον Ὅρος. Ἀκόμη καί σέ αὐτό τό σημεῖο βοηθεῖται ὁ Μοναχός τίποτε νά μήν τοῦ θυμίζει τόν κόσμο. Εἶναι πολύ βασικό αὐτό τό θέμα καί ἅς μᾶς ἐπιτραπεῖ μία παρέκβαση. Ὁ Μοναχός, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐ μεριμνᾶ τά τοῦ κόσμου», γι΄αὐτό καί τίποτε δέν πρέπει νά τοῦ θυμίζει τήν κοσμική ζωή. Ἀκόμη καί δῆθεν «πνευματικές» -καλές δηλαδή, κατά τήν κρίση του- συνήθειες τῆς προτέρας ζωῆς του, τίς ἀφήνει χάριν τοῦ νέου περιβάλλοντος τῆς Μονῆς.
Ἐδῶ ξεκινᾶ μία νέα ζωή. Νέα ἐνδυμασία καί μάλιστα κοινή γιά ὅλους. Κανείς δέν πρέπει νά ξεχωρίζει σέ τίποτε. Νέες συνήθειες καί ἀρχές, συνομιλίες, ἀναγνώσεις, ὅλα νέα καί ὅλα κοινά. Τίποτε ἀτομικό, «προσωπικό», τίποτε περιττό. Ὅλα τά τοῦ Μοναχοῦ εἶναι λιτά, ἀπέριττα, φτωχικά καί τά ἀναγκαῖα. Ἡ ἀκτημοσύνη -ἅς μήν ξεχνᾶμε- εἶναι κατά τούς ἁγίους Πατέρες ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐλεημοσύνη, καί ἡ ἐν γνώσει σιωπή τοῦ Μοναχοῦ, τό πένθος καί τά δάκρυα, τό κομποσχοίνι καί οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί γιά τόν κόσμο καί τήν σωτηρία ὅλων, εἶναι ἡἀνώτερη ἱεραποστολή.
Ὁ Μοναχός ἐνθυμούμενος τό, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «Μέγα τό περί Θεοῦ λαλεῖν, μεῖζον δέ τό ἐαυτόν καθαίρειν τῷ Θεῶ», συνεχῶς φροντίζει τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς του, διά τῆς μετανοίας καί τῆς τελείας ἐκκοπῆς τῶν ἰδίων θελημάτων.
Δέν ξεχνᾶ ὅτι τό Σχῆμα πού φέρει, εἶναι Σχῆμα Ὑπακοῆς καί Ταπεινοφροσύνης. Γι΄αὐτό ἀκόμη καί σήμερα, ἐποχή γενικῆς καταπτώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, χαλαρώσεως τῆς ἀσκήσεως καί ἀνατροπῆς τῶν παραδεδομένων, ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα προσπαθεῖ νά κρατήσει τό μέτρο καί τήν ἀποφυγή κοσμικῶν συνηθειῶν, οἱ ὁποῖες θά ἀλλοιώσουν τόν ἀσκητικό χαρακτήρα της.
Ἔτσι τηρεῖται ἡ ἀνάγνωση -στήν τράπεζα- τῶν βίων τῶν Ἁγίων, ὅπως καί παλαιά ἤ ἡ ἀνάγνωση ἄλλων Πατερικῶν Ἀναγνωσμάτων. Δέν ὑπάρχει ρεῦμα, ὑπολογιστές, διαδίκτυο καί τά συναφῆ. Τά ψυγεῖα πού λειτουργοῦν εἶναι μέ ὑγραέριο. Κάποιες ἀναγκαῖες ἐργασίες τροφοδοτοῦνται ἀπό γεννήτρια. Στά κελλιά τῶν Μοναχῶν ὑπάρχουν τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα.
Ὅλα πρέπει νά γίνονται μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος καί τίποτε στά κρυφά. Ὅλα καταθέτονται στήν ἐξομολόγηση καί τή συχνή ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν (τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα) καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί προσέρχονται στήν Μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τρεῖς φορές περίπου τήν ἑβδομάδα (Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο), ὅπως ἐπίσης καί στίς Μεγάλες Ἑορτές καί τίς Ἀγρυπνίες.
Γίνεται μεγάλη προσπάθεια -ὅσο τό δυνατόν- νά περιορίζονται οἱ ἀνέσεις, πού εἶναι θάνατος γιά τήν ψυχή καί μποροῦν νά βλάψουν περισσότερο καί ἀπό τούς δαίμονες τόν Μοναχό (ἀββᾶς Ἰσαάκ). Ὅλα φαίνονται -καί εἶναι- ἁπλά, πάντα κατά τό μέτρο, χωρίς ὑπερβολές καί κατά τήν ἑκάστου ἰδίαν δύναμιν.
Τό τηλέφωνο ὑπηρετεῖ ἀποκλειστικά ἀναγκαῖες ὑποθέσεις τῆς Μονῆς. Ἡ ἔξοδος ἀπό τήν Μονή δέν ἐπιτρέπεται, παρεκτός διά λόγους ὑγείας ἤ ἄλλης ἀνάγκης. Ἡ ἀλληλογραφία εἶναι περιορισμένη καί ἡ ἐπικοινωνία τῶν ἀδελφῶν μέ τόν κόσμο σχεδόν μηδαμινή. Ὅλα ὅμως οἰκονομοῦνται κατά τήν διάκριση τοῦ Γέροντος.
Ὁπωσδήποτε δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σύγκριση τῆς ἀσκήσεως σήμερα, μέ αὐτῆς τῶν Πατέρων τῆς Λαύρας πρίν ἀπό 30-40 χρόνια. Ὅμως ἀκόμη καί σήμερα, μέ τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, οἱ Μοναχοί τῆς Λαύρας ἀγωνίζονται -τό κατά δύναμιν- μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἀνέσεις. Ὅλοι ἀγαποῦν τόν κόπο, διότι ὁ Μοναχός σέ ὅλα κοπιά. Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως εἶναι -καί ἐπιδιώκεται- ἡ μεταξύ τῶν ἀδελφῶν τελεία καί εἰλικρινής ἀγάπη, ὅπως ἐπίσης καί ἡ -ἀπό καρδίας- προσφορά ἀγάπης καί φιλοξενίας στούς προσκυνητές.
Ἡ Ἐκκλησιαστική ἡμέρα ξεκινᾶ μέ τόν Ἑσπερινό. Η Θ΄ Ὥρα πού προηγεῖται, εἶναι ἡ τελευταία Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Ὁ ἐκκλησιαστικός κτυπᾶ τό ξύλο (=τάλαντο) δύο ἤ τρεῖς φορές ἀναλόγως τήν ἑορτή καί, ἐν συνεχεία, κρούει τόν κόπανο μαζί μέ τό σίδερο καί τίς καμπάνες, ὅταν ὑπάρχει Δοξολογία. Τίς ἄλλες ἡμέρες κτυπᾶ τήν μικρή καμπάνα.
Ὁ Ἑσπερινός ξεκινάει στίς 2 (χειμερινή ὥρα) καί στίς 5 (θερινή ὥρα). Τό μικρό Ἀπόδειπνο διαβάζεται στόν εὐρύχωρο χῶρο ἀριστερά τοῦ Καθολικοῦ, μαζί μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας ἤ τόν κανόνα ἀπό τό Θεοτοκάριον ἤ καί τό Μηναῖον (πού παραλείπεται). Τό Ἀπόδειπνο τελειώνει πάντοτε μέ τήν δύση τοῦ ἡλίου (12η Βυζαντινή Ὥρα) καί μετά οἱ Μοναχοί, ἐν σιωπή, ἀποσύρονται στά κελλιά τους.
Στά τελευταῖα χρόνια ἐπικράτησε ἡ εὐλογημένη συνήθεια νά γίνεται μικρή κοινή σύναξις τῶν ἀδελφῶν, στήν ὁποία ὁ Γέροντας διαβάζει, σέ συνέχειες, ὠφέλιμα πνευματικά βιβλία.
Στίς 1 μετά τά μεσάνυκτα (τίς καθημερινές), ἐνῶ πιό νωρίς τό Σαββατοκύριακο, ὁ ταχθεῖς ἀδελφός κτυπᾶ τό ξυπνητήρι (δηλ. μία μεγάλη καμπάνα) 33 φορές, λίγο ἀργά. Μέ αὐτόν τόν τρόπο εἰδοποιοῦνται ὅλοι οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι διασκορπισμένοι στά κελλιά τῆς Λαύρας.
Εἶναι ἡ ὥρα πού ὁ κάθε ἀδελφός ἐγείρεται γιά τόν προσωπικό του κανόνα, ὁ ὁποῖος συνίσταται σέ μετάνοιες μεγάλες (=στρωτές) καί σταυρωτά κομποσχοίνια. Ὁ κανόνας ὁ γενικός γιά τόν ἁπλό Μοναχό (τόν μή Μεγαλόσχημο) εἶναι 150 μετάνοιες καί 12 κομποσχοίνια ἑκατοστάρια.
Ὁ Μεγαλόσχημος Μοναχός ἔχει τόν διπλάσιο κανόνα.
Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ ὥρα τοῦ κανόνα γιά τόν Μοναχό δέν εἶναι ἕνα ἁπλό τυπικό καθῆκον, κάτι σάν ἀγγαρεία, πού πρέπει δηλαδή νά γίνει. Εἶναι ἕνα ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης του πρός τόν Νυμφίον Χριστόν, πού ἐκφράζεται μέ τήν εὐλαβική προσκύνηση καί ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους, κατά τήν ἱερή ἡσυχία τῆς νύκτας, ὅταν ὅλα ἀναπαύονται. Ὁ Μοναχός πάντοτε νήφει, ἀγρυπνᾶ καί προσεύχεται, κλαίει καί ἐπικαλεῖται τό γλυκύτατο καί σωτήριο Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ζητώντας ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἔλεος γιά τόν ἑαυτό του καί γιά ὅλον τόν κόσμο.
Στίς 2 περίπου μετά τά μεσάνυκτα ὁ ἴδιος Μοναχός (ὁ ἐκκλησιαστικός) κτυπᾶ τό ξυπνητήρι (δηλ. μία μεγάλη καμπάνα) 12 φορές σύντομα, καί ξεκινᾶ μέ τό τάλαντο νά καλεῖ τούς ἀδελφούς στήν Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά τήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ἡ ὁποία συμβολίζει τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν ἐπακολουθήσασα παγκόσμια κρίση. Οἱ Μοναχοί, ὅπως ἀπό τούς τάφους, ἔτσι σηκώνονται καί τρέχουν στόν Ναό πρός ὑπάντησιν τοῦ Νυμφίου. Ὅλα συμβολίζουν ἐκείνην τήν ἐσχάτην ἡμέρα.
Ἡ Βραδυνή Ἀκολουθία διαρκεῖ περίπου 4 ὧρες, σέ μεγάλες ἑορτές διαρκεῖ 5-6 ὧρες, καί στίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες 8-10 ὧρες. Ἐννοεῖται ὅτι, ὅταν θά τελεστεῖ Ἀγρυπνία, τό Τυπικό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό. Ξεκινᾶ πάντοτε στίς 3, Βυζαντινή Ὥρα (δηλαδή 8μ.μ. χειμερινή & 11μ.μ θερινή), καί διαρκεῖ συνεχόμενα μέχρι τό πρωί.
Στήν καθημερινή 4ωρη Βραδυνή Ἀκολουθία -μετά τό Μεσονυκτικό- ἀκολουθεῖ ὁ Ὄρθρος, στό τέλος τοῦ ὁποίου ἐπισυνάπτεται ἡ Α΄ Ὥρα καί ἕπεται ἡ Θεία Λειτουργία. Στό τέλος καί γιά λίγα λεπτά παρατίθεται στό χέρι καί σιωπηρῶς ἕνα ρόφημα-γλύκισμα.
Ἑπόμενη κοινή σύναξη-ἀκολουθία ἔχουμε λίγο πρίν τήν τράπεζα, γιά νά διαβαστοῦν ἡ Γ΄ καί ἡ Στ΄ Ὥρα, ἀντίστοιχα. Ὅλες οἱ ὧρες πού μεσολαβοῦν διατίθενται γιά τά διάφορα διακονήματα καί τήν ἀνάπαυση.
Ἀξίζει γιά λίγο νά ἀναφέρουμε τό πρόγραμμα κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τό ὁποῖο θυμίζει πραγματικά παλαιούς χρόνους καί ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα τήν πιό ὠφέλιμη καί ἀσκητική περίοδο τῆς χρονιᾶς. Καταρχήν ὑπάρχει πάντοτε σχεδόν ξηροφαγία, πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς. Μέχρι τήν Ἀπόλυση τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας ἤ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅταν δέν τελεῖται Θεία Λειτουργία, δέν ἐπιτρέπεται οὔτε νερό νά πιεῖ κανείς. Τότε δίνεται τό ἀντίδωρο καί ἀκολουθεῖ ἡ μία κοινή τράπεζα καί μοναδική, μέ ἀνάγνωση στήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.
Τίς περισσότερες ἡμέρες τελεῖται Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Ἐννοεῖται ὅτι, ἐκτός τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται καθημερινά. Ἰδιαιτέρως κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή τηρεῖται σιωπή μεταξύ τῶν ἀδελφῶν. Ὁ Μοναχός ἔχει πολλές ὧρες νά ἀσχοληθεῖ μέ τά πνευματικά του, τό πρόγραμμα εἶναι ἄκρως ἡσυχαστικό, γι΄αὐτό καί πολύ ἀγαπητό ἀπό τούς Πατέρες.
Κάθε Κυριακή γίνεται Ἀγρυπνία καί ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Στίς καθημερινές ἀκολουθεῖται αὐστηρά ἡ τάξις τοῦ Τυπικοῦ, μέ πρόσθετες ἀναγνώσεις ἐκ τοῦ Λαυσαϊκοῦ, τοῦ Λειμωναρίου καί ἄλλων Ἀσκητικῶν Συγγραμμάτων, οἱ ὁποῖες διανθίζουν τίς ἤδη «γεμάτες» ἀκολουθίες. Προσπαθοῦμε -τό κατά δύναμιν- τίποτε νά μήν παραλείπεται, ὄχι μόνον κατά τήν Σαρακοστή, ἀλλά καί καθ΄ ὅλον τόν ὑπόλοιπον χρόνον.
Ὑπάρχει βεβαίως στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τό λεγόμενο τριήμερο, δηλαδή ἡ τελεία ἀποχή τροφῆς καί νεροῦ μέχρι τήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, τό ἑσπέρας τῆς Τετάρτης. Ἐπίσης μετά τήν τράπεζα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἕως καί τήν Ἀνάσταση ἔχουμε πάλι τελεία νηστεία, ἑξαιρέσει τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅπου μετά τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (περίπου τό μεσημέρι) δίνονται στούς ἀδελφούς μικρά σταφιδόψωμα, σταφίδες, λουκούμια καί λίγα φροῦτα, γιά ἐνίσχυση τοῦ μεγάλου κόπου τῶν ἡμερῶν.
Τρία ἀκόμη ἰδιαίτερα Ἁγιοσαββαϊτικά χαρακτηριστικά τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ἔτους εἶναι:
α) ὅτι ὅλοι οἱ κανόνες τοῦ Ὄρθρου ψάλλονται -καί μάλιστα μαζί μέ τήν καθιερωμένη Στιχολογία- ἐκ τοῦ Ψαλτηρίου,
β) ὅτι διαβάζεται τό Συναξάρι τῆς ἡμέρας, δηλαδή οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων (τουλάχιστον δύο ἐξ αὐτῶν), καί
γ) ὅτι στό τέλος κάθε ἀκολουθίας ψάλλεται ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς τό κατανυκτικό Θεοτοκίο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς «Ὑπό τήν σήν εὐσπλαχνίαν καταφεύγομεν Θεοτόκε…».
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε παρουσιαστεῖ στόν Ἅγιο Σάββα καί τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἐκείνη θά εἶναι ἡ προστάτις, ἡ ἔφορος καί ἡ οἰκονόμος τῆς Μονῆς, ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.
Τήν Κυριακή τό ἑσπέρας, στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, τελεῖται Παράκλησις μπροστά στήν λάρνακα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί μνημονεύονται πολλά ὀνόματα ἀσθενῶν καί, ἐχόντων ἀνάγκην θείας βοηθείας, θλιβομένων ἀδελφῶν.
Τήν Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου, μετά τήν Θεία Λειτουργία, γίνεται Μικρός Ἁγιασμός καί ἀκολουθεῖ λιτανεία πέριξ τῆς Λαύρας, συνοδεία Ἱερῶν Εἰκόνων καί Ἁγίων Λειψάνων, ἐνῶ ψάλλονται Ἀναστάσιμοι Ὕμνοι.
Ἐπίσης στήν ἑορτή τοῦ Ὅσιου Ξενοφῶντος καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ (26 Ἰανουαρίου), ὅλοι οἱ ἀδελφοί πηγαίνουν στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου, ὅπου ψάλλονται ἡ Παράκλησις καί οἱ Χαιρετισμοί τῶν Ἁγίων.
Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλαμβάνεται καί στήν μνήμη τῆς Ὁσίας Σοφίας, μητρός τοῦ Ἁγίου Σάββα. Στό κοντινό ἡσυχαστήριο-κάθισμα τῆς Ὁσίας, ψάλλονται οἱ Χαιρετισμοί καί ἡ Παράκλησή της.
Ξεχωριστές στιγμές ἀποτελοῦν οἱ κοινές συνάξεις (παγκοινιές) τῶν Μοναχῶν γιά τόν καθαρισμό τῶν «καναλιῶν» τοῦ νεροῦ ἐκτός τῆς Μονῆς, στίς ἀρχές τοῦ Νοεμβρίου, ἐνῶ τήν ἴδια περίοδο ἔχουμε τήν συγκομιδή καί τήν διαλογή τῶν ἐλαιῶν.
Γιά τήν ἀναψυχή τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά καί τήν τροφοδοσία τῆς Μονῆς σέ κηπευτικά, φροῦτα καί λοιπά εἴδη διατροφῆς, δημιουργήθηκε τά τελευταῖα χρόνια ἕνα μικρό «μετόχι», στό χωριό τῶν Ποιμένων, σέ παλαιό μεγάλο κτῆμα τῆς Λαύρας, ὅπου ὑπάρχει ἐλαιώνας, κῆποι, μεγάλη δεξαμενή νεροῦ, χῶρος πρασίνου καί στό ὁποῖο διαμένουν μονίμως δύο ἀδελφοί Σαββαϊται, οἱ ὁποῖοι διακονοῦν στίς ἐξωτερικές ἐργασίες καί τίς ὑποχρεώσεις τῆς Μονῆς. Ὁ χῶρος εἶναι περιφραγμένος, ὑπάρχει ἀναστηλωμένος καί ἀνακαινισμένος ἕνας παλαιός Πύργος, ἐνῶ δημιουργήθηκαν ἐξ ἀρχῆς Ἱερός Ναός, εὐρύχωρο ἀρχονταρίκι καί κελλιά γιά τούς Πατέρες τῆς Λαύρας.
Παρόλη τή ραγδαία εἰσβολή -τῶν τελευταίων ἐτῶν- τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐκκοσμίκευσης σέ κάθε χῶρο -ἀκόμη καί μέσα στά μοναστήρια- ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ἕνας τόπος ἀπαράκλητος, ξένος πρός τήν ζωή τῆς ἀνέσεως, προσφιλής ὅμως σέ ὅσους ἀγαποῦν τόν Θεόν. Τό μάτι τοῦ Μοναχοῦ ἐδῶ δέν παρηγορεῖται ἀπό τήν θέα τῆς ὄμορφης φύσεως (θάλασσα ἤ πράσινο), βοηθιέται ὅμως ὁ νοῦς νά συγκεντρωθεῖ, νά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν θέα τῶν ματαίων καί νά εἰσέλθει στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, καθαρίζοντας κάθε ἀκαθαρσία, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
Ἐδῶ ἡ παρηγοριά τοῦ Μοναχοῦ εἶναι νά κοπιά, νά θυσιάζεται γιά τόν ἄλλον ἀδελφό, νά καταγίνεται στήν μελέτη τοῦ θανάτου, στήν προσδοκία τοῦ Παραδείσου, νά ὑμνεῖ καί δοξάζει ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό μας Θεό.
Ἐδῶ ὁ Μοναχός προγεύεται μυστικά τήν ἀτελεύτητη χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, βιώνει σταδιακά τήν σωτήριο κάθαρση τῆς μετανοίας, ἐξέρχεται τοῦ παρόντος χρόνου καί, ζώντας τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους, ἀποστρέφεται ἀκόμη περισσότερο κάθε ἡδονή καί πρόσκαιρη ἀπόλαυση.
Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός δέν σταματᾶ καί τά ἐπίγεια ἀγαθά πλούσια νά τά δίνει στούς πιστούς δούλους Του, ἀκόμη καί μέσα στήν ἔρημο. Ἡ ζωή μας μέσα στό τρισευλογημένο κοινόβιο δέν εἶναι -ὅπως νομίζουν οἱ περισσότεροι- μονότονη. Κάθε ἡμέρα εἶναι τό κυνήγι μίας νέας ἐμπειρίας ἐν Χριστῷ, ἡ ἀρχή ἑνός νέου ἀγῶνος, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀνανεώνει, ποτέ δέν κουράζει τόν ἀγωνιστή Μοναχό, ὁ ὁποῖος ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του διαρκῶς στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο «ἐξῆλθε» καί στό ἀγαπητότερο πρόσωπο τοῦ κόσμου, τόν Νυμφίο Χριστό.
Ἐνῶ στερεῖται τίς ἐπίγειες χαρές, εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό τήν Χαρά τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καί σκορπᾶ μέ λόγια καί ἔργα ἀγάπης. Ὅλα εἶναι δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλα εὐχαριστεῖ καί δοξολογεῖ, καί μέ χαρά ὑπομένει κάθε λύπη καί προσβολή τοῦ πονηροῦ. Τά λιγοστά δένδρα καί λουλούδια ἐντός τῆς Μονῆς, τό πλῆθος τῶν πουλιῶν καί πτηνῶν μέ τό κελάηδημά τους, τό κελάρυσμα ἀπό τό νερό τοῦ χειμάρρου, ὁ καταγάλανος οὐρανός, τά κατοικίδια ζῶα, τά πουλάκια, ὅλα τά δέχεται ὡς δῶρα καί παρηγοριές, πού τόν βοηθοῦν νά ἑνώνεται -διά τῆς προσευχῆς- μέ τόν Δημιουργό καί αὐξάνουν τήν δοξολογητική του διάθεση.
Ζεῖ σέ ὅλο τό βάθος τό ψαλμικό «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν …, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ» καί αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Ἡ κοινή Ἀκολουθία, ἡ κοινή τράπεζα, ἡ κοινή -σέ ὅλα- ζωή εἶναι πρόξενος μεγίστης παρηγορίας καί χαρᾶς. Ἡ μεγαλύτερη ἐξάλλου χαρά εἶναι αὐτή πού τήν βιώνεις ὄχι μόνος σου, ἀλλά μαζί μέ τούς ἀδελφούς. Ἔτσι τό κοινόβιο γίνεται ἕνα Μετόχι τοῦ Παραδείσου. Ἀκόμη καί γιά τόν σημερινό νέο δόκιμο Μοναχό, ὁ ὁποῖος προέρχεται μέσα ἀπό μία ὄντως σατανοκίνητη κοινωνία, μαθημένο μέ ὅλες τίς ἀνέσεις καί ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, εἶναι κατορθωτή ἡ ἔνταξή του σέ μία τόσο «αὐστηρή» καί ἀσκητική ζωή, ἀρκεῖ νά ἀγαπᾶ ἐξ ὅλης καρδίας τόν Χριστό μας. Τότε -μέ τήν Χάρη Του- ὅλα γίνονται εὔκολα καί ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ σβήνει σιγά-σιγά τήν φλόγα τῶν παθῶν.
Μόνον πού χρειάζεται -ἐξαρχῆς- ἀπόφαση θανάτου (δηλ. αὐταπάρνηση), ὑπακοή καί ὑπομονή μέχρι τέλους.
Τελικά, μέσα σέ ἕναν τόσο περιορισμένο τόπο κλεισμένος ὁ Ἁγιοσαββίτης Μοναχός, δίχως κοσμικές παρηγορίες καί χαρές, ὄχι μόνον δέν ἀθυμεῖ καί λυπεῖται, ἀλλά πλημμυρίζει ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Εὐεργέτη καί Λυτρωτή Κύριο, πού τόσο τόν τίμησε μέ τήν κλήση νά γίνει ἕνας Ἁγιοταφίτης καί μάλιστα Ἁγιοσαββίτης Μοναχός.
Εἶναι ἀλλεπάλληλες καί ἀνεξάντλητες οἱ πνευματικές παρηγορίες καί χαρές, πού καθημερινά βιώνει. Καί μόνον τό νά ἀνήκει κανείς στήν χορεία των, ἀπ΄αἰῶνος, ἀσκησαμένων Σαββαϊτῶν Πατέρων καί Ἁγίων, νά ἔχει διαρκῶς τίς προσευχές τους, τήν φροντίδα καί τήν σκέπη τους, καί νά ζεῖ τήν ζωντανή παρουσία τους διά τῶν Ἱερῶν Λειψάνων, δέν εἶναι αὐτό μεγίστη παρηγορία, τιμή καί ἐνίσχυση γιά νά συνεχίσει νά ἀγωνίζεται μέ μεγαλύτερη θέρμη;
Τίποτε πραγματικά δέν εἶναι δυνατόν νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν Μονή τῆς μετανοίας του. Οὔτε ὁ παρατεταμένος καύσωνας τοῦ καλοκαιριοῦ τόν λυγίζει. Οὔτε τό ἐχθρικό περιβάλλον τῶν ἀλλοθρήσκων περιοίκων, οὔτε καί ὁ ὑπερβολικός ἀριθμός τῶν προσκυνητῶν, τόν ταράσσει. Γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ζεῖ μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, καί ὅ,τι Αὐτός τοῦ στέλνει τό δέχεται πάντα μέ εὐχαριστία καί ὑπομονή. Στόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ ἐξ ὅλης καρδίας τόν Θεόν -καί ἐξαιρέτως στόν Μοναχό πού ἐδόθηκε ὁλοκληρωτικά στή λατρεία Του- ἡ ὑπεράγαθη Πρόνοια τοῦ Ἐλεήμονος Κυρίου, πάντοτε καί παντοῦ καί σέ ὅλα τόν ἀκολουθεῖ, τόν προστατεύει, τόν ὁδηγεῖ, τόν φωτίζει, τόν εὐλογεῖ. Ἔτσι περίπου αἰσθάνεται καί σήμερα ὁ Ἁγιοσαββίτης Μοναχός.
Θά ἦταν σημαντική παράλειψη τό νά μήν ἀναφερθοῦμε στήν Πανήγυρη τῆς Λαύρας, ἡ ὁποία γίνεται μέ κάθε ἐπισημότητα καί λαμπρότητα, τό τριήμερο ἀπό τίς 4 ἕως καί τίς 6 Δεκεμβρίου. Ἡ πανήγυρις περιλαμβάνει τόν ἑορτασμό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἁγίου Σάββα καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί γίνεται παρουσία τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου, Ἀρχιερέων καί Ἱερομονάχων Ἁγιοταφιτῶν Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν καί φίλων τῆς Μονῆς. Τοῦ Ἁγίου Σάββα γίνεται ὁλονύκτιος ἀγρυπνία, ἐνῶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὄρθρος βαθύς.
Ἀξίζει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου εἶναι ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καί ὅτι στήν Λαύρα τόν ἀντικαθιστᾶ ὁ Πνευματικός (Ἀρχιμανδρίτης) τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ χρέη Ἡγουμένου καί εἶναι καί ὁ Σκευοφύλαξ τῆς Μονῆς-Λαύρας.
Κατακλείοντας τήν ἀναφορά μας στά Τυπικά καί στόν τρόπο ζωῆς στήν Λαύρα, σημειώνουμε ἕνα νεώτερο «ἀναγκαστικό» τυπικό τοῦ προγράμματος τῆς Μονῆς. Λόγω τῆς ἀνεξέλεγκτης συνεχοῦς ροῆς προσκυνητῶν τά τελευταῖα ἔτη, ἀποφασίστηκε νά κλείνει ἐντελῶς τό Μοναστήρι δύο ἡμέρες τήν ἑβδομάδα -τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή- ἐκτός βέβαια τῶν περιόδων τῶν Μεγάλων Ἑορτῶν (Δωδεκαήμερο, Μεγάλη Ἑβδομάδα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος). Καί τοῦτο, γιά νά διαφυλαχθεῖ ὁ ἡσυχαστικός χαρακτήρας τῆς Λαύρας, νά ξεκουράζονται κάπως οἱ Πατέρες καί νά περιορίζεται ἡ ἄτακτη καί ὁρμητική προσέλευση τοῦ κόσμου.
Αὐτή εἶναι -πολύ συνοπτικά- ἡ θαυμαστή Ἱστορία καί ὁ τρόπος τῆς ἀσκήσεως τῶν Ἁγιοσαββιτῶν Μοναχῶν σήμερα.
Ἅς δοξάσουμε ἐξ ὅλης καρδίας τόν Ἐλεήμονα καί Παντοκράτορα Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν, διότι ἀκόμη καί στά ἔσχατα καί ἀποκαλυπτικά χρόνια τῆς γενεᾶς μας, διαφυλάττει στήν ταραγμένη καί πολύπαθη Γῆ τῆς Παλαιστίνης, ἕνα ἐργαστήριο ἁγιασμοῦ, ἕνα θησαυροφυλάκιο εἰρήνης, μία ὄαση πνευματική.
Ἅς εὐχαριστήσουμε θερμότατα τήν Ὑπερένδοξον Δέσποινά μας, τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, γιά τήν στοργική, ἄφατο καί ἀνέκφραστη μητρική Της Προστασία καί Σκέπη, μαζί δέ καί τόν Προστάτη μας Ὅσιο Σάββα τόν Ἡγιασμένο καί πάντας τούς Σαββαϊτας ἁγίους.
Ἅς προσπέσουμε μέ ταπείνωση καί συντριβή καρδίας παρακαλοῦντες καί δεόμενοι τοῦ Κυρίου νά παρατείνει τό ἔλεός Του ἐφ ἡμᾶς -τούς ἐλαχιστοτάτους καί ἀναξιοτάτους Μοναχούς, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς στηρίζει στήν ὁδόν τῆς Μετανοίας -τήν στενή καί τεθλιμμένη, νά μᾶς ἐνδυναμώσει νά κρατήσουμε -ἔργω καί λόγω- στερεή καί ἀνόθευτη τήν μία καί μόνην Ἀλήθεια, τήν Ὀρθόδοξον Πίστη μας, τήν πίστη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, τήν πίστη πού στήριξε, στηρίζει καί θά στηρίζει τήν Οἰκουμένη.
Αὐτό εἶναι τό μήνυμα καί ἡ προσευχή μας:
«Νά κρατήσουμε ὅλοι μας -Κληρικοί, Μοναχοί καί λαϊκοί- τόν τρόπο τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας
α) ἀσκητικό,
δηλαδή μέ συνεχῆ μετάνοια καί συμμετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας
καί
β) ἀληθινά καί Ὀρθόδοξα Χριστιανικό,
δηλαδή δίχως συγχρωτισμούς καί ἐρωτοτροπίες μέ τήν πανσπερμία τῶν Αἱρέσεων πού μᾶς κατακλύζουν.».
Μόνον τότε θά ἔχει ἀξία ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐν γένει πνευματική μας βιοτή. Αὐτό μᾶς καλοῦν νά κρατήσουμε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας καί ὅλοι οἱ Ἅγιοί Του. Τήν μαρτυρία τῆς ἀληθείας καί -ἄν χρειαστεῖ- τό μαρτύριο γι΄αὐτήν: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου, καί δώσω σοί τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. Β,10). Ἀμήν. Γένοιτο.
π.Εὐδοκίμου, Ἀρχιμανδρίτου
Πνευματικοῦ της Ι.Λαύρας Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου,
π.Εὐφροσύνου, Ἱερομονάχου καί Σαββαϊτῶν Πατέρων
Ἐπιμέλεια κειμένου:
π.Ἰγνάτιος, Ἀρχιμανδρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου