Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ, Ο ΤΑΦΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_6.jpg

Κ
ατα τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία πέθανε δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού και τάφηκε στην Ιερουσαλήμ. Υπάρχει, όμως, και η άποψη πως ακολούθησε τον Ιωάννη στην Έφεσο και ότι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της εκεί. Σε ένα κοπτικό κείμενο του 4ου αιώνα, στην 20ή Ομιλία του Κύριλλου της Ιερουσαλήμ, αναφέρεται ότι ο θάνατός της συνέβη στη Σιών (Ιερουσαλήμ), στις 15 Αυγούστου του έτους 43 μ.Χ., και ότι τάφηκε στη Γεθσημανή. Η επίσημη εκκλησιαστική ιστορία αποδέχθηκε το γεγονός αυτό από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο τάφος της Παναγίας, επομένως, ανήκει στους Ορθόδοξους από την εποχή που οικοδομήθηκε ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου από τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη. Από τον περασμένο αιώνα, όμως, η Καθολική Εκκλησία, η οποία αμφισβητεί το γεγονός, προσπάθησε να μεταθέσει την τοποθεσία του τάφου.
ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ,ΤΟ «ΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ»
 Το 1841 οι Καθολικοί άρχισαν να γράφουν και να διαδίδουν ότι η Παναγία έζησε, πέθανε και τάφηκε όχι στη Γεθσημανή, αλλά στην Έφεσο. Οι εικασίες αυτές αντικρούστηκαν κατά καιρούς από τους Ορθόδοξους. Η έκδοση, όμως, ενός έργου επανέφερε πάλι το θέμα στο προσκήνιο. Η διαμάχη άρχισε τον προηγούμενο αιώνα όταν η καθολική μοναχή Άννα-Κατερίνα Έμμεριχ (που έζησε στη Βεστφαλία και πέθανε το 1824) υπέδειξε, ύστερα από σχετικά «οράματα», τον τόπο ταφής της Παναγίας στην τοποθεσία «Καπουλού-Παναγιά», τρεις ώρες έξω από την Έφεσο. Τα οράματα της Έμμεριχ δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1841, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατό της. Έτσι ανακινήθηκε το θέμα. Το 1869 οι Καθολικοί, απορρίπτοντας πάλι την εκκλησιαστική παράδοση, προσπάθησαν να αμφισβητήσουν εκ νέου την ύπαρξη του τάφου στην Ιερουσαλήμ. Το 1892, οι Λαζαρινοί Μ. Πουλαίν και Μ. Γιουνγκ ενδιαφέρθηκαν για το θέμα της Εφέσου και επειδή κατάγονταν από τη Σμύρνη, αποφάσισαν να μελετήσουν τους χώρους που δήλωνε η Χριστιανή εκείνη της Βεστφαλίας. Άρχισαν να ερευνούν ξεκινώντας από τον λόφο Μουλμπούλ (Κορησός), σύμφωνα με τις δηλώσεις της Έμμεριχ, η οποία δεν είχε μετακινηθεί ποτέ από τον τόπο της γέννησής της και ούτε είχε καμιά μόρφωση. Έτσι η ομάδα δεν ήξερε προς τα πού να προσανατολιστεί. Δεν υπήρχε, εξάλλου, κανένα μονοπάτι στο βουνό. Διέσχισαν τις χαράδρες και έψαξαν παντού. Τέλος, την τρίτη μέρα, βρήκαν τον χώρο που περιέγραφε το «όραμα». Έτσι, έφτασαν να ανακαλύψουν στην Παναγιά την Καπουλού, ακόμη και τις στάχτες που υπήρχαν στο τζάκι της κατοικίας της Θεοτόκου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, δημοσιεύθηκαν στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (17-5-1896), το επίσημο όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα παρακάτω: «Πριν ένα χρόνο, με την έγκριση του Πάπα της Ρώμης, αγοράστηκε από Οθωμανό (μωαμεθανό) ιδιοκτήτη ικανός χώρος, στον οποίο υποτίθεται υπήρχε ο τάφος της Θεοτόκου, με σκοπό να ιδρυθεί μεγάλο μοναστήρι και Προσκυνητήριο.
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_8.jpg

Προχθές δε, στις 8 Μαΐου, γιορτή του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, πήγε για να εγκαινιάσει το μέρος, με έκτακτες αμαξοστοιχίες του σιδηροδρόμου του Αϊδινίου, ο επίσκοπος των Δυτικών στη Σμύρνη Ανδρέας Τιμόνης, συνοδευόμενος από αναρίθμητο πλήθος Καθολικών, ανδρών, γυναικών και μαθητών των προπαγανδιστικών σχολών και κληρικών διαφόρων μοναχικών Ταγμάτων και τέλεσε έτσι τα εγκαίνια του προαναφερθέντος τάφου της Παναγίας, που επονόμασε Καπουλού και επέστρεψε το βράδυ στη Σμύρνη. Τηλεγραφικά αναγγέλθηκε το γεγονός στον Πάπα της Ρώμης Λέοντα, ο οποίος απάντησε αυθημερόν και έστειλε τις ευλογίες του σε όλους όσοι συμμετείχαν στην εκδήλωση». Αρκετά χρόνια αργότερα, σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» της Κωνσταντινούπολης (9-8-1951), ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης κοινοποίησε τις επαφές του με τις αρμόδιες αρχές του Βατικανού. Σύμφωνα με αυτές, ο πάπας Πίος ΙΒ’ χορήγησε το προνόμιο, στις γιορτές που θα γίνονταν στον «Οίκο της Μεριέμ Ανά» (της Μητέρας Μαρίας) να ψαλλούν από όλους τους μοναχούς οι ευχές για την «μετάστασή της». Χορηγήθηκε επίσης από τον πάπα στον αρχιεπίσκοπο Σμύρνης το δικαίωμα να ευλογήσει εξ ονόματός του όσους θα έπαιρναν μέρος στις γιορτές της 10ης Αυγούστου «επί τη ανοικοδομήσει του Οίκου», του σπιτιού δηλαδή όπου «κατοίκησε η Παναγία».
Η «SANTA CASA» ΤΟΥ ΛΟΡΕΤΟ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_5.jpg
Το σπίτι αυτό, ωστόσο, δεν είναι και το μοναδικό που αναφέρουν οι Καθολικοί. Υπάρχει και το προηγούμενο της «Αγίας Οικίας» (Santa Casa) του Λορέτο, του σπιτιού δηλαδή στο οποίο έζησε η Παναγία. Όταν μετά την πτώση του Αγίου Ιωάννη της Άκρας (Πτολεμαΐδας) χάθηκε και το τελευταίο ίχνος της κυριαρχίας των Λατίνων στους Αγίους Τόπους, τότε και η οικία αυτή στην οποία διέμενε η Παναγία μεταφέρθηκε σε λατινοκρατούμενες περιοχές. Σύμφωνα με την καθολική παράδοση, η «Santa Casa», απειλούμενη με καταστροφή από τους Μωαμεθανούς το 1291, μεταφέρθηκε από τη Ναζαρέτ, από αγγέλους, και αποτέθηκε σε ένα λόφο, στο Τερζάτο της Δαλματίας. Τρία χρόνια αργότερα, πάντα με τον ίδιο τρόπο, μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, κοντά στο Ρεκανάτι και, το 1295, στο Λορέτο. Υπέρ του ιερού αυτού εκδόθηκαν πολλά παπικά διατάγματα, χαρακτηριστικότερο από τα οποία ήταν εκείνο του Ιννοκέντιου Ζ’ ο οποίος καθιέρωσε ειδική θεία λειτουργία για τη γιορτή της «Μεταφοράς του Αγίου Οίκου». Η «Οικία του Λορέτο», ένα όψιμο γοτθικό οικοδόμημα που άρχισε να κατασκευάζεται το 1468, ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Σίξτου Ε’ (1585-1590). Ο επόμενος πάπας μάλιστα, ο Σίξτος ΣΤ’, ίδρυσε το 1586 το Ιπποτικό Τάγμα της «Αγίας Οικίας του Λορέτο». Αν αναλογιστούμε ότι το κέδρινο άγαλμα της Παναγίας του Λορέτο, που επίσημα καταγράφεται και ως «Μαύρη Μαντόνα», συνδέεται με πολλές αντίστοιχες «Μαύρες Μαντόνες», μια από τις οποίες έδωσε τη «θεία φώτιση» στον Άγιο Βερνάρδο, θα αντιληφθούμε καλύτερα το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων. Ο Άγιος Βερνάρδος αποκαλούσε την Παναγία «Βασίλισσα των Ουρανών». Κάπως έτσι την εννοούσε και ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ο οποίος επικύρωσε τη λαϊκή λατρεία της Παναγίας, που την ταυτίζει με τη λατρεία της Σελήνης, με τα παρακάτω λόγια: «Προς τη Σελήνη πρέπει να κοιτάζουν όσοι βρίσκονται θαμμένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας. Έχοντας χάσει τη θεία χάρη, η μέρα εξαφανίζεται, ο ήλιος δεν λάμπει πια γι’ αυτούς, αλλά η Σελήνη βρίσκεται ακόμη στον ορίζοντα. Ας μιλήσουν στη Μαρία. Με τις οδηγίες της πολλοί βρίσκουν τον δρόμο τους προς τον Θεό». Οι απόψεις αυτές φαίνεται να φωτογραφίζουν τον χώρο στον οποίο λατρεύτηκε η μεγάλη Εφέσια θεά Άρτεμις-Σελήνη.
ΚΑΣΜΙΡ, Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_7.jpg
Το πρόβλημα, ωστόσο, γίνεται από περίπλοκο και από κάποιους άλλους ισχυρισμούς που αναφέρουν ως τόπο ταφής το Κασμίρ. Διάφοροι ιστορικοί ερευνητές, βασισμένοι σε επίσημα και απόκρυφα πρωτοχριστιανικά χειρόγραφα, παρουσιάζουν το Κασμίρ σαν «επίγειο παράδεισο». Στο μέρος αυτό τοποθετούν και τον τάφο της Παναγίας. Για παράδειγμα, ο Ινδός συγγραφέας Αλ Ας Χαβάγια Ναζίρ Αχμάντ στο βιβλίο του «Ο Ιησούς στον Παράδεισο της Γης», αναφέρει τους κατοίκους της περιοχής Χαζαρά στο Κασμίρ ως «γόνους του Ισραήλ». Ο Εφραίμ ο Σύρος (4ος αιώνας) στο «Σχόλιο εις Διατέσαρον», γράφει ότι ο απόστολος Θωμάς δίδαξε τους Πάρθους. Η πορεία του Θωμά στην Ανατολή επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, οι οποίες αναφέρουν μάλιστα ότι ο τάφος του βρίσκεται στην περιοχή Μιλαπόρ, στο όρος Μαντράς της Ινδίας. Οι πιστοί του, που ονομάζονται Χριστιανοί της Ινδίας του Αγίου Θωμά, γιόρτασαν το 1973, τα 1.900 χρόνια από τον θάνατό του. Στο απόκρυφο κείμενο «Πράξεις του Θωμά», αναφέρεται η παρουσία του Ιησού και της Παναγίας στις περιοχές του Κασμίρ. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, αναφερόμενοι στην ιερότητα αυτής της περιοχής, μνημονεύουν το ίδιο ταξίδι, που έκανε και ο νεοπυθαγόρειος Απολλώνιος Τυανεύς, τη ζωή και το έργο του οποίου ο κυβερνήτης της Βιθυνίας Ιεροκλής (3ος αιώνας) ταύτισε με αυτά του Ιησού. Γεγονός, πάντως, είναι ότι πολλοί σοφοί και διανοούμενοι της εποχής ταξίδευαν προς την Ανατολή πριν επιχειρήσουν οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή θρησκευτικό έργο στη Δύση. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα κείμενα που αμφισβητούν την παραδοσιακή εκκλησιαστική ιστορία. Ιστορικοί της Ανατολής αναφέρονται σε ένα μακρινό ταξίδι του Ιησού και της Παναγίας στην Ινδία και στο Κασμίρ, όπου και προσδιορίζονται ακόμη και οι τοποθεσίες στις οποίες τάφηκαν. Αναφέρουν, λοιπόν, τα κείμενα πως από την Έδεσσα της Οσροηνής (τη σημερινή πόλη Ούρφα της Τουρκίας, κοντά στον Ευφράτη), πήγαν στη συριακή πόλη Νίσιβι και από εκεί στα Τάξιλα του Κασμίρ. Η Παναγία, που ήταν σε μεγάλη ηλικία, πέθανε από τις κακουχίες και τάφηκε στο χωριό Μάρι (που σημαίνει Μαρία). Το μνημείο της λέγεται Μάι Μάρι ντα Αστάν (δηλαδή το μέρος που αναπαύθηκε η Μητέρα Μαρία).
«ΚΑΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΑ» ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΈΦΕΣΟ.
 Επίσης, κοντά στην πόλη Σριναγκάρ, πρωτεύουσα του Κασμίρ, σε μια Κρύπτη της περιοχής Ροζαμπάλ, λέγεται ότι βρίσκεται και ο τάφος του Ιησού. Αυτές οι απόψεις εκφράζονται κυρίως από τους ιστορικούς της Ανατολής, οι οποίοι επικαλούνται παλιά περσικά, συριακά και αραβικά χειρόγραφα. Μερικές από τις παραδόσεις αυτές, αναφέρουν πως ο Γιουζ Ασάφ (Ιησούς) ήρθε στο Κασμίρ μέσω Πακιστάν. Όταν η ηλικιωμένη μητέρα του πέθανε, την έθαψε στην πόλη Μάρι, περίπου 50 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του σημερινού Ραβαλπίντι. Άλλοι, πάλι, λένε πως ταξίδεψε και δίδαξε στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) πριν φτάσει στο Κασμίρ, όπου όλες οι παραδόσεις συμφωνούν πως έζησε εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Θάφτηκε από τον μαθητή του Μπαμπάντ (που σημαίνει «δίδυμος») στη Σριναγκάρ, όπου ο τάφος του παραμένει μέχρι σήμερα καθαγιασμένος και ιερός τόπος.
ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_4.jpg
Το πρόβλημα του τάφου απασχόλησε ιδιαίτερα τον λαμπρό κληρικό της Εκκλησίας μας Νικόλαο Παπαδόπουλο, εφημέριο του ναού του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο οποίος μάλιστα έγραψε και ειδική μελέτη για το θέμα αυτό πριν από σαράντα χρόνια. Βραβευμένος το 1980 από την Ακαδημία Αθηνών για την αξιόλογη έρευνά του, ο Παπαδόπουλος, που ήταν αντίθετος στις παρακάτω αμφισβητήσεις, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κληρικοί και λαϊκοί, υποστήριξε την παραδοσιακή εκδοχή, ότι δηλαδή η Παναγία πέθανε και τάφηκε στη Γεθσημανή, βασιζόμενος στα κείμενα των υμνογράφων της Εκκλησίας, τα οποία γράφτηκαν κατά την πρώτη χιλιετία. Μελετώντας για αρκετό καιρό γνωστά και άγνωστα κείμενα και κυρίως χειρόγραφα του Αγίου Όρους, ο Παπαδόπουλος, συγγραφέας πολλών ιστορικών και θεολογικών έργων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τίποτα άλλο, πέρα από τις μαρτυρίες μιας απλής και αφελούς μοναχής που έζησε στο θρησκόληπτο και σκοτεινό ακόμη κλίμα του περασμένου αιώνα, δεν συνηγορεί για τη στήριξη αυτής της άποψης..
 Αντίθετα, όλα πείθουν πως ο τάφος της Παναγίας βρίσκεται στη Γεθσημανή. Τα κείμενα που στηρίζουν αυτή την άποψη, διάφοροι Κανόνες γνωστών ποιητών, ύμνοι διαφόρων αφανών και επιφανών υμνογράφων και άλλα έργα της θρησκευτικής ιστορίας, είναι πολύ διαφωτιστικά. Στην πρώτη ωδή του Κανόνα, που συνέθεσε για την Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Κοσμάς ο Ιεροσολυμίτης αναφέρει: «Η τάξη των Αγγέλων, που άυλοι περπατούν στον ουρανό, μαζεύτηκε στη Σιών γύρω από το θείο σώμα, Θεοτόκε...». Η πέμπτη επίσης ωδή μνημονεύει τη Σιών (Ιερουσαλήμ): «Παρθένα, οι Απόστολοι λες και ταξίδεψαν πάνω στα σύννεφα, έφτασαν αμέσως από τα πέρατα της γης στη Σιών, για να σε ενταφιάσουν». Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που θεωρείται πατέρας της Δογματικής Θεολογίας, στα ποιητικά του έργα προσδιορίζει τη Σιών ως τόπο του επίμαχου τάφου: «Ο δήμος των θεολόγων από τα πέρατα της γης και το πλήθος των αγγέλων από τα ύψη του ουρανού, έτρεξαν στη Σιών από μήνυμα θεϊκό για να κάνουν το χρέος τους, την ταφή σου να λειτουργήσουν, Δέσποινα». Ο Έλληνας υμνογράφος από τη Σικελία, Ιωσήφ, ιστορεί έμμετρα στον προεόρτιο Κανόνα που ψάλλεται στις 14 Αυγούστου: «Αφού ήρθαν από την άκρη της γης οι λαμπροί στύλοι των περάτων, βρέθηκαν στη Σιών για να σε κηδέψουν, Άχραντη, που τέλειωσες τη ζωή σου». Επίσης ο Στέφανος Σαββαΐτης, ανιψιός του Ιωάννη Δαμασκηνού, ομολογεί: «Η Άνασσα Θεοτόκος εξέπνευσε και μετήρεν εν τη Σιών και ήρθη εκ Σιών». Αλλά και ο Κοσμάς ο Μελωδός στην 1η, 5η, 8η, και 9η ωδή του Κανόνα του αναφέρει τη Σιών: «Η Χριστοτόκος εν Σιών μεθίσταται προς ουράνιον δόμον». Προσκαλεί μάλιστα ο ποιητής και τις θυγατέρες Σιών καθώς και τους Σιωνίτες «με ανημμένας λαμπάδας και άδοντες να σπεύσουν προς την Γεθσημανή και να προπέμψουν το Όρος το Άγιον εις τα επέκεινα», στην επουράνια κατοικία της. Δείχνοντας μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια από τους ποιητές, διάφοροι ιστορικοί προσδιορίζουν όχι μόνο την Ιερουσαλήμ, αλλά τη Γεθσημανή ως τοποθεσία ταφής της Παναγίας. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος το 458, ο Ιωάννης Δαμασκηνός στους λόγους του, ο Γερμανός το 733 στον τρίτο λόγο του, ο Νικηφόρος στην εκκλησιαστική ιστορία του, τα συναξάρια και, μαζί με αυτά, η εκκλησιαστική ιστορία και η παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Σοβαρές ιστορικές μαρτυρίες θεωρούνται ακόμη τα κείμενα του λόγιου μοναχού Στεφάνου, Επισκόπου Ευχαϊτών και του Μάρκου Ευγενικού. Τις ίδιες ιστορικές αναφορές για την Κοίμηση, τις συναντάμε και στη χριστιανική Υμνογραφία, που προηγείται χρονικά από τους Κανόνες. Στους ύμνους αυτούς, που είναι γραμμένοι στα ελληνικά και ψάλλονται μεταφρασμένοι σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες, αναφέρεται συνεχώς ως τόπος ταφής της Παναγίας, η Γεθσημανή. Ο Θ. Μέντζος, επίσης, στο έργο του «Ο Τάφος της Παναγίας» καταχωρίζει ένα εδάφιο του Γεωργίου Κεδρηνού σχετικά με τον βίο της Παναγίας, το οποίο αναφέρει: «Μετά τον θάνατον Ιωσήφ του τέκτονος, τελευτήσαντος δε και
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_1.jpg
Ζεβεδαίου, ήγαγεν Ιωάννης (ο ευαγγελιστής) και Ιάκωβος την μητέραν αυτών και συνήν τη Θεοτόκω. Την δε κτήσιν αυτών πωλήσαντες Καϊάφα ηγόρασαν τη Σιών, ένθα το μυστικόν Πάσχα ο Χριστός εποίησε και των θυρών κεκλεισμένων εισήλθε. Μετά την του Κυρίου ανάληψιν η Θεοτόκος εν Σιών διέτριβεν έως της τελευτής αυτής. Προ δε ημερών δέκα πέντε έγνω την έξοδον αυτής. Προ δε τριών ημερών ο Αρχάγγελος παρεγένετο προς αυτήν το βραβείον κομίζων. Παρέδωκε δε την αγίαν αυτής ψυχήν τω Κυρίω και Υιώ τω Θεώ αυτής, ετών ούσα εβδομήκοντα δύο. Οι δε φασίν πεντήκοντα οκτώ. Ώστε μετά την ανάληψιν του Χριστού είκοσι τέσσαρας χρόνους απεβίωσε».
ΤΑ ΆΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΣΤΙΣ ΒΛΑΧΕΡΝΕΣ
Ιστορική μαρτυρία επίσης θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Πουλχερία άνοιξε τον τάφο, το 450, και μετέφερε μερικά νεκρικά αντικείμενα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού «...πολλάς εν Κωνσταντινούπολει ανήγειρε τω Χριστώ εκκλησίας η εν αγίοις Πουλχερία. Μία δε τούτων εστί και η εν Βλαχέρναις τού της θείας λήξεως Μαρκιανού. Ούτοι τοιγαρούν εκείσε σεβάσμιον οίκον τη πανυμνήτω και Παναγία Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία οικοδομήσαντες και παντί κόσμω κοσμήσαντες το ταύτης πανάγιον Θεοδόχον ανεζήτουν σώμα. Και μετακαλεσάμενοι Ιουβενάλιον τον Ιεροσολύμων αρχιεπίσκοπον και τους από Παλαιστίνης επισκόπους, τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντες πόλει, διά την τηνικαύτα εν Χαλκηδόνι γενομένην Σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς: “Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας εκκλησίαν εν χωρίω Γεθσημανή καλουμένω, ένθα το ζωηφόρον αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ. Βουλόμεθα τοίνυν τούτο το λείψανον αγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως”. Υπολαβών δε Ιουβενάλιος απεκρίθη: “Τη μεν αγία και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφαίνεται τα κατά την τελευτήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας. Εξ αρχαίας δε και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν ότι εν τω καιρώ της ενδόξου κοιμήσεως αυτής οι μεν άγιοι σύμπαντες Απόστολοι, επί σωτηρία των εθνών την Οικουμένην διαθέοντες, εν καιρού ροπή μετάρσιοι συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα και προς αυτήν ούσι οπτασία αυτοίς αγγελική γέγονε και θεία υμνωδία... Το δε Θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν εν σορώ τη εν Γεθσημανή κατετέθη... ενός δε (των Αποστόλων) απολειφθέντος Θωμά, μετά την τρίτην ημέραν ελθόντος και το Θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες ησφαλήσαντο την σορόν... Παρήν δε και ο αδελφόθεος Ιάκωβος και Πέτρος... (στιχ. 752). Και ταύτα οι βασιλείς (αμφότεροι ο τε Μαρκιανός και η Πουλχερία) ήτησαν αυτόν τον αρχιεπίσκοπον Ιουβενάλιον την αγίαν εκείνην σορόν μετά των εν αυτή της ενδόξου και Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας ιματίων βεβουλλωμένην ασφαλώς αυτοίς αποσταλήναι. Και ταύτην αποσταλείσαν κατέθεντο εν τω εν Βλαχέρναις δομηθέντι σεβασμίω Οίκω της αγίας Θεοτόκου». Σχετικά με το παραπάνω εδάφιο και άλλα ίδια που είχαν ως θέμα τα άγια λείψανα που συγκέντρωναν οι Βυζαντινοί στις εκκλησίες τους, αλλά και την έμμεση αναγνώριση της κοίμησης της Θεοτόκου στη Γεθσημανή γράφει και ο ίδιος ο καθολικός ιερέας R.P.J. Pargoire στο έργο του «L’ Eglise Byzantine de 257 a 847» (Παρίσι 1923): «Οι Χριστιανοί του Ανατολικού Κράτους είχαν σε μεγάλο βαθμό ευλάβεια προς τα άγια λείψανα. Κάθε τι που συνδεόταν με τον Χριστό, με την Θεοτόκο και με τους Αγίους ήταν προσφιλές σε αυτούς. Η πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους είχε ως στόχο την απόκτηση όλων των σεπτών λειψάνων» (σελ. 117). Ο ίδιος συγγραφέας, που σε άλλο σημείο περιγράφει τον τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή (σελ. 355), γράφει και για τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης: «Ο κύκλος των γιορτών της Παρθένου, που εγκαινιάστηκε πιθανότατα με τη γιορτή του Ευαγγελισμού, πλουτίζεται τώρα και με τη γιορτή της Κοίμησης, γιορτή την οποία πρώτη από όλες τις χώρες γνωρίζει η Παλαιστίνη» (σελ. 115).
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΣΟΥΛΤΑΝΙΚΑ ΦΙΡΜΑΝΙΑ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_2.jpg
Οδοιπορικά κείμενα περιηγητών και προσκυνητών, που περιέχονται στο ογκώδες έργο του αρχιδιακόνου Ιεροσολύμων Κλεώπα (Ιεροσόλυμα 1912), συμφωνούν επίσης με τις παραπάνω μαρτυρίες: «Στη Γεθσημανή», έγραφε ο προσκυνητής Θεοδόσιος το 530, «υπάρχει η κοιλάδα του Ιωσαφάτ και η βασιλική της μητέρας του Κυρίου Αγίας Μαρίας, και μέσα σε αυτήν ο τάφος της». Σαράντα χρόνια αργότερα, το 570, ο μάρτυρας Αντωνίνος Πλαιζάν, επιβεβαιώνει το ίδιο: «Στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ υπάρχει η βασιλική της Αγίας Μαρίας η οποία, λένε, υπήρξε ο Οίκος Αυτής. Μέσα σε αυτή δείχνουν τον τάφο από τον οποίο μετέστη στους ουρανούς». Σε περιγραφή που έκανε ο Δυτικός επίσκοπος Αρνούλφος, το 670, διαβάζουμε: «Το μνήμα της Θεοτόκου σύγκειται εκ δύο υπερκειμένων εκκλησιών. Η κατώτερη είναι στρογγυλή και στηρίζεται σε θεμέλια από σπανιότατο λίθο. Στο ανατολικό μέρος υπάρχει θυσιαστήριο και δεξιά του ο τάφος της Αγίας Μαριάμ (Μαρίας), στον οποίο αναπαύθηκε όταν ετάφη». Στα οδοιπορικά αυτά ανήκει και η προσκύνηση του μωαμεθανού Ομέρ Χατάπ, που υπήρξε σύντροφος και διάδοχος (χαλίφης) του Μωάμεθ. Όταν ο Ομέρ κατέκτησε την Ιερουσαλήμ, το 637, αναφέρει ο Άραβας ιστορικός Μεζρουντίν, «προσευχήθηκε δυο φορές στην παρά τον χείμαρρον εκκλησία των Κέδρων και το μνήμα της Μητέρας Μαριάμ». Τα ίδια αναφέρουν επίσης ο σύγχρονος του Ιωάννη Δαμασκηνού, Άγιος Βιλιβάλδος, ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ, ο γεωγράφος Ιντρισί, ο μοναχός Βερνάρδος και ο μοναχός Επιφάνιος κατά τον οποίο, έξω από την πύλη της Ιερουσαλήμ, στη Γεθσημανή, βρισκόταν «η οικία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην οποία η Θεοτόκος μετά την Ανάστασιν εκοιμήθη». Μετά την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Μωαμεθανούς, όλα τα σουλτανικά φιρμάνια ανέφεραν τα ιερά προσκυνήματα των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και τον τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή. Χαρακτηριστικό της μωαμεθανικής αυτής παράδοσης είναι το φιρμάνι που εξέδωσε ο σουλτάνος Σελίμ ο Τρομερός, όταν κατέκτησε την Ιερουσαλήμ το 1517. Από το έργο του Γρηγορίου Παλαμά «Ιεροσολυμιάς», όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η μετάφραση του φιρμανίου, διαβάζουμε στο συγκεκριμένο σημείο τη διατύπωση «... το έξω της πόλεως μνήμα της Δέσποινας Μαριάμ». Αλλά και από καθολικές πηγές μνημονεύεται ο τάφος στη Γεθσημανή, αφού σε λεύκωμα της «Φραγκισκανής Κουστωδίας των Αγίων Τόπων» αναφέρεται: «Ο ναός που βρίσκεται μπροστά στο τείχος του παλιού Ναού, απέναντι από την Χρυσή Πύλη και σε θέση αντίθετη προς το τέμενος του Ομάρ, αποτελεί την απάντηση του Καθολικού κόσμου στην απιστία των Ευρωπαίων πολιτικάντηδων, των Βυζαντινών Ορθοδόξων ή μπολσεβίκων, των πανισλαμιστών και των σιωνιστών... Με τον Ναό αυτόν επανασυνδέεται η μετά τους Σταυροφόρους διακοπείσα παράδοση». Η παράδοση αυτή αναφέρεται σε δυο αποκαλυπτικά εδάφια που ακολουθούν στη συνέχεια. Σύμφωνα με το πρώτο, «κατά την λιτανεία που προηγήθηκε της τελικής εφόδου (κατά της Ιερουσαλήμ), οι Σταυροφόροι είχαν σταματήσει μπροστά στον τάφο της Παναγίας».
ΓΟΤΘΙΚΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Στο δεύτερο, μαρτυρείται ότι μετά την κατάκτηση της πόλης, οι Σταυροφόροι «επιδόθηκαν στην ανακαίνιση των περισσότερο αναγκαίων οικοδομών», όπου μεταξύ των οποίων αναφέρεται ότι «ανακαίνισαν τον τάφο της Παναγίας» (1140-1150). Από την εποχή εκείνη οι Καθολικοί επιδόθηκαν σε διπλωματικούς αγώνες προκειμένου να διεκδικήσουν «χώρο στη Γεθσημανή». Μετά από αιώνες, μνημονεύεται μια ρηματική διακοίνωση της 28ης Μαΐου του 1850, ήταν η αφορμή των Γάλλων προς την Υψηλή Πύλη. Αυτή για να σχηματισθεί μια πολυσέλιδη συλλογή πρακτικών, επισήμων εγγράφων, δικαστικών αποφάσεων, και άλλων αυθεντικών εγγράφων, τα οποία εκδόθηκαν από τον βαρώνο ντε Τέστα το 1866 στο Παρίσι με τίτλο «Συλλογή Συνθηκών της Οθωμανικής Πύλης μετά των ξένων δυνάμεων». Στα επίσημα αυτά έγγραφα η Γαλλία αναγνώριζε τη Γεθσημανή ως τόπο στον οποίο συνέβη η Κοίμηση. Σε αποκαλυπτικό απόσπασμα του Μεγάλου Βεζίρη Φουάτ πασά διαβάζουμε την ευνοϊκή στάση της Υψηλής Πύλης στο επίμαχο θέμα: «Η Γαλλία, και όταν την κυβερνούσαν χριστιανοί βασιλείς, και όταν είχε δημοκρατικό καθεστώς, αλλά και όταν την κυβερνούσαν άθεοι, όπως κατά την τελευταία εποχή κατά την οποία δεν κυνηγούσε από το έδαφός της μόνο τους μοναχούς, αλλά και αυτόν ακόμη τον Θεό, ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει τους μοναχούς της Ανατολής και τις διεκδικήσεις τους». Στις διεκδικήσεις αυτές ο Φουάτ πασάς σημειώνει για τον τάφο: «Από τον τάφο της Παρθένου στην Γεθσημανή, ο οποίος είναι κοινό προσκύνημα για τους Ορθόδοξους Έλληνες, τους Αρμένιους και τα άλλα χριστιανικά δόγματα, και μέσα στον οποίο είχαν και οι Μουσουλμάνοι ιδιαίτερο ιερό, αποκλείονται μόνο οι Λατίνοι μοναχοί». Μάλιστα η Υψηλή Πύλη, με τη συγκατάθεση των Ρώσων, χορήγησε άδεια, για «να τελεσθεί λειτουργία από τους Λατίνους στον τάφο της Παναγίας».
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Από τα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα τα κυριότερα είναι οι λόγοι Ιωάννου του Θεολόγου «Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου», και «Η Ανάληψις της Παρθένου» το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μια ομιλία του αρχιεπισκόπου Ιωάννου Θεσσαλονίκης (7ος αιώνας). Από το πρώτο έργο, το οποίο παρουσιάζει τους Αποστόλους να μεταφέρονται στην Ιερουσαλήμ με θαυματουργό τρόπο, για να συμπαρασταθούν στον θάνατο της Παναγίας, εμπνεύσθηκαν οι υμνογράφοι ενός ορθρικού Ύμνου και δύο Προσομοίων. Στον ορθρικό Ύμνο αναφέρεται: «Ο χορός των Αποστόλων, που ήταν διεσπαρμένος στη γη, συγκεντρώθηκε στη Σιών, για να κατευοδώσει τη Θεοτόκο από τη γη προς τον Ύψιστο». Στην ατέλειωτη σειρά των εκκλησιαστικών συγγραφέων, υμνογράφων και ποιητών, περιλαμβάνονται και δύο πολύτιμα ανέκδοτα Προσόμοια, που αναφέρονται στην πορεία των Αποστόλων προς τον τόπο ταφής της Παναγίας: «Δεύτε ακούσωμεν πάντες θαύμα παράδοξον, των Αποστόλων πάντων εκ τεσσάρων περάτων ελθόντων προς Μαρίαν, όθεν ειπείν ο Θεολόγος ο ένδοξος, εν τη Εφέσω διδάσκων». Από την ανέκδοτη επίσης υμνολογία, στα λεγόμενα «Απόστιχα των Αίνων», διαβάζουμε: «Αίρεται από γης η πανάγαθος Παρθένος προς την Σιών την άνω». Βέβαια η τελευταία φράση «προς την Σιών την άνω» θυμίζει περισσότερο τις «αόρατες» ουράνιες πολιτείες, που υπονοούν το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, παρά γήινες τοποθεσίες. Αλλά αυτό βέβαια είναι θέμα προσωπικής εκτίμησης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι όλοι οι ύμνοι που αναφέρονται στο παραπάνω γεγονός, γράφηκαν πριν την απόσχιση της Παπικής Εκκλησίας από την Ορθοδοξία. Και φυσικά τα κείμενα αυτά τα χρησιμοποιούσαν και οι κληρικοί και οι ιεροψάλτες των καθολικών εκκλησιών, μέχρις ότου παρουσιάστηκε η αμφισβήτηση.
ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ
Η Γεθσημανή μνημονεύεται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο (26,36) και Μάρκο (14,32) και προσδιορίζεται ως «χωρίον». Ο Ιησούς πήγαινε συχνά στη Γεθσημανή, για να προσευχηθεί με τους μαθητές του. Η Αγία Ελένη, όταν πήγε στην Παλαιστίνη, ίδρυσε περίπου τριάντα ναούς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Νικηφόρος Κάλλιστος το 1335. Σε έναν κώδικα του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού, περιέχεται ο κατάλογος των εκκλησιών της «Θεοφιλούς Βασιλίδος Ελένης», όπου ο ναός της Γεθσημανής αναφέρεται τέταρτος στη σειρά ως «Εκκλησία εν Γεθσημανή, επί του Τάφου της Υπεραγίας Θεοτόκου». Ο σημερινός ναός έχει μήκος τριάντα μέτρα και πλάτος οκτώ. Ο τάφος είναι δεξιά, καθώς μπαίνουμε στην είσοδο, λαξεμένος σε τετράγωνο βράχο, με κοίλωμα ενός μέτρου. Για τον τάφο της Γεθσημανής υπάρχουν επίσης μαρτυρίες της Εκκλησίας των Σύρων, των Κοπτών και των Αρμενίων, οι οποίοι διατηρούν και παρεκκλήσια στον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Ιερουσαλήμ. Στα συριακά χειρόγραφα υπάρχουν πέντε βασικά κείμενα που έχουν ως θέμα την «Ανάληψη της Παρθένου». Σε ένα από αυτά, το «Apocrypha Syriaka, Studia Sinaitica» (XI, 1902), που θεωρείται το βασικότερο της συριακής φιλολογίας για τη ζωή και τον θάνατο της Παναγίας, διαβάζουμε πως μετά τη Σταύρωση, Αυτή πήγε στη Βηθλεέμ: «Έτσι έφυγε από την Ιερουσαλήμ μαζί με τις τρεις παρθένες που την ακολουθούσαν πάντα». Στα κοπτικά χειρόγραφα της «Κοίμησης της Θεοτόκου» (δυο μποχαϊριτικά, ένα σαχιδικό και ορισμένα αποσπάσματα), αναφέρονται ο Ευόδιος της Αντιόχειας και κάποιος ανώνυμος, οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου και της ταφής της Παναγίας στη Γεθσημανή. Τις ίδιες μαρτυρίες βρίσκουμε επίσης και στα αρμενικά χειρόγραφα. Συμπερασματικά παρατηρούμε πως πέρα από τα διάφορα λάθη των αντιγραφέων, οι ορθόδοξες ιστορικές μαρτυρίες είναι οι μόνες που αναφέρονται στο πραγματικο γεγονός.
ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ


 ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ


Χωρίς να επανέλθουμε λεπτομερώς στις προεκτεθείσες μαρτυρίες, θα επιχειρήσουμε σύνοψή τους και εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.

Η προς τη Θεοτόκο εξαγγελία της Κοιμήσεως υπό του Κυρίου αποτελεί σημείο, επί του οποίου δεν υπάρχει ομογνωμία μεταξύ των συγγραφέων-έγκωμιαστών της Κοιμήσεως. Ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (μία από τις αρχαιότερες μαρτυρίες) εμφανίζει τη Θεοτόκο να δέχεται την εξαγγελία χωρίς, όμως, να την αναμένει. Το ίδιο ισχύει περί της μαρτυρίας του Ιωάννου Θεσσαλονίκης. Οι μαρτυρίες αυτές είναι, προφανώς, η εξαίρεση εφόσον σε άλλους συγγραφείς η Θεοτόκος φαίνεται ότι μετά χαράς αναμένει την εξαγγελία της Κοιμήσεώς της (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως), ότι μετά χαράς «προαισθάνεται» την Κοίμησή της (Θεόδωρος Στουδίτης), ότι χαρμοσύνως δέχεται τους «χαιρετισμούς» του αγγέλου, με τους οποίους εξαγγέλεται η Κοίμησή της (Ισίδωρος Θεσσαλονίκης) και ότι θεωρεί «αφόρητη» την απουσία του Υιού της, γι' αυτό και επείγεται να Τον συναντήσει (Μανουήλ Παλαιολόγος). Το γεγονός του χαρμόσυνου χαρακτήρα, τον οποίο είχε η εξαγγελία της Κοιμήσεως, επιβεβαιώνει και ο Θεόγνωστος δια της μαρτυρίας του ότι ο άγγελος έπέδωσε -κατά την εξαγγελία- «βραβείο» προς τη Θεοτόκο, ως απόδειξη της αληθείας των λόγων του και επιβράβευση της Θεοτόκου. Στο σημείο αυτό, η χαρά της Θεοτόκου κατά την εξαγγελία της σαρκώσεως του Κυρίου (Ευαγγελισμός) πιστοποιείται και στην αντίστοιχη εξαγγελία της Κοιμήσεως.

Ο τρόπος ελεύσεως των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα για να παραστούν στην Κοίμηση και την ταφή της Θεοτόκου δεν παρουσιάζει παραλλαγές μεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η «ροπή», δια της οποίας μεταφέρθησαν οι απόστολοι (Μόδεστος/Θεόγνωστος, ο οποίος σημειώνει ότι η δια της «ροπής» μετακίνηση των αποστόλων διήρκεσε μία ημέρα) είναι φαινόμενο συγγενές προς τη «νεφέλη» (Θεόδωρος Στουδίτης) και τη «βροντή» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως/Θεόγνωστος). Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν περί θαυματουργικού φαινομένου, διά του οποίου οι απόστολοι προέφθασαν ζωντανή τη Θεοτόκο, σύμφωνα με την επιθυμία και της ιδίας. Εκ των συγγραφέων, μόνος ο Θεόγνωστος αναφέρει ότι οι απόστολοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα όταν η Θεοτόκος είχε ήδη κοιμηθεί και εφρόντισαν μόνο για τα περί της ταφής της.

Οι παραδόσεις περί των κατά την Κοίμηση παρισταμένων δεν είναι πάντοτε ενιαίες. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως και ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης μνημονεύουν ιδιαιτέρως την παρουσία του αποστόλου Παύλου (τούτο δεν μαρτυρείται σε άλλους συγγραφείς), ο οποίος τυγχάνει ιδιαιτέρας υποδοχής και τιμής από τους υπολοίπους αποστόλους. Πρόκειται προφανώς περί παραδόσεως, η οποία δεν είχε καθολική ισχύ. Στο θέμα των παρισταμένων κατά την Κοίμηση εμπίπτει και η υπό του Ανδρέα Κρήτης μαρτυρουμένη «Διονυσιακή παράδοση», η οποία στηρίζεται επί του ψευ-Διονυσιακού έργου Περί των θείων Ονομάτων και αναφέρει παρουσία -κατά την Κοίμηση- των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου Αθηνών. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επαναλαμβάνει μεν τα υπό του Ανδρέου μαρτυρούμενα, αλλά δημιουργεί πρόβλημα με τη μνεία παρουσίας και του Τιμοθέου• και τούτο διότι ο Τιμόθεος φαίρεται -από τη Διονυσιακή παράδοση- ως αποδέκτης επιστολής εκ μέρους του Αρεοπαγίτου, στην οποία εξιστορούνται τα της Κοιμήσεως και εξαίρεται η παρουσία του Ιεροθέου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο Τιμόθεος δεν ήταν παρών κατά την Κοίμηση. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επιχειρεί, προφανώς, να εμπλουτίσει τη Διονυσιακή παράδοση του Ανδρέα Κρήτης. Εννοείται ότι η παράδοση αυτή είναι εξαιρετικά επισφαλής, εφόσον τα χρονολογικά πλαίσια της Κοιμήσεως είναι άγνωστα και η παρουσία των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου είναι προβληματική. Το γεγονός, άλλωστε, ότι πλην των Ανδρέα Κρήτης και Ισιδώρου Θεσσαλονίκης η παράδοση αυτή δεν μαρτυρείται, αποδεικνύει ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι αληθής.

Ποικίλα γεγονότα περί την Κοίμηση μαρτυρούνται σε επιμέρους συγγραφείς. Το πένθος της φύσεως κατά τη μετάβαση της Θεοτόκου στη Γεθσημανή για να προσευχηθεί, καθώς και το περιστατικό της διανομής των δύο χιτώνων υπό της Θεοτόκου στις δύο χήρες γειτόνισσες ολίγον προ της Κοιμήσεως, είναι γεγονότα τα οποία αναφέρουν μόνοι οι Ιωάννης και Ισίδωρος Θεσσαλονίκης. Αποσπασματικές είναι και οι μαρτυρίες περί του περιεχομένου των λόγων, τους οποίους απηύθυναν οι απόστολοι ενώπιον της νεκρικής κλίνης. Τόσον ο Μόδεστος όσον και ο Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρουν «χαιρετισμούς» των αποστόλων ως έξοδιαστικά εγκώμια προς τη Θεοτόκο. Αυτό, όμως, αποτελεί εξαίρεση στο σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι εν λόγω χαιρετισμοί είναι πιθανόν να απετέλεσαν λειτουργικά κείμενα, τα οποία προεβλήθησαν ως εγκώμια των ιδίων των αποστόλων. Αλλά και ως προς τη στιγμή της Κοιμήσεως, μόνος ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι ακούστηκαν «φωνές, ψόφοι και πάταγοι», παραλληλίζοντας τοιουτοτρόπως τη στιγμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού. Όλες οι παραπάνω αποσπασματικές μαρτυρίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια καθολική παράδοση περί της Κοιμήσεως, φαίνεται δε ότι είτε διετηρούντο σε επιμέρους περιοχές είτε δημιουργήθησαν -μερικώς ή ολικώς- από τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Όπως τονίσθηκε στην οικεία παράγραφο, πολλές είναι οι ιδιαιτερότητες της διηγήσεως του Ιωάννου Θεσσαλονίκης: ο φόβος της Θεοτόκου περί της μεταφοράς της ψυχής της, η ιδιαίτερη αναγγελία της Κοιμήσεώς της προς τον Ιωάννη, η προσευχητική αγρυπνία των αποστόλων και των λοιπών παρισταμένων πλησίον της κλίνης της Θεοτόκου κατά την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής της, οι παραινέσεις του Πέτρου, η παρουσία του ίδιου του Κυρίου στην οικία της Θεοτόκου για να παραλάβει την ψυχή της μητέρας του, όλα αυτά συνιστούν πτυχές των εορταζομένων γεγονότων οι οποίες δεν διεσώθησαν στην τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.

Αλλά και ως προς το θέμα του ενταφιασμού της Θεοτόκου και της επακολουθησάσης μεταστάσεώς του στους ουρανούς, οι συγγραφείς των εγκωμιαστικών λόγων δεν απηχούν καθολική παράδοση. Το γεγονός ότι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε επί τριήμερον στον τάφο και ότι η μετάστασή του διεπιστώθη από τους αποστόλους κατά τρόπο μάλλον θαυματουργικό, μαρτυρείται από τους Δαμασκηνό και Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης είναι ο μόνος, ο οποίος προσθέτει τα περί Θωμά, δηλαδή την μετά τριήμερον έλευσή του στα Ιεροσόλυμα, την απαίτηση να προσκυνήσει το ενταφιασμένο σώμα και την απουσία του σώματος, όταν ανοίχθηκε ο τάφος. Μία δεύτερη, όμως, διήγηση του Γερμανού περιπλέκει τα γεγονότα, εφόσον αναφέρει μετάσταση του σώματος της Θεοτόκου με ολόκληρη τη σινδόνα του ενταφιασμού κατά τη στιγμή της κηδεύσεως. Σύμφωνα, επομένως, με την παράδοση αυτή, η Θεοτόκος δεν ενταφιάσθηκε τελικώς και, ούτως εχόντων των γεγονότων, δεν ευσταθεί η υπό του Δαμασκηνού αναφερόμενη «Ευθυμιακή ιστορία» περί απαιτήσεως των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη τα «εντάφια σπάργανα» της Θεοτόκου.

Μέσω της ποικιλίας των μαρτυριών διαμορφώθηκε το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως. Το μνημονευθέν παραπάνω Ελληνικόν μηνολόγιον του 11ου αι. περιλαμβάνει περιληπτικώς τις περισσότερες εκ των μαρτυριών των εγκωμιαστικών λόγων: την δι' αγγέλου προαναγγελία προς τη Θεοτόκο της Κοιμήσεώς της, τη χαρά της Θεοτόκου και την προσευχή της στο όρος των ελαιών, τον εύπρεπισμό της οικίας της, τη μεταφορά των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα δια «βροντής» και «νεφελών», τον ενταφιασμό και τη μετάσταση του λειψάνου στους ουρανούς μετά από τριήμερο και αφού ο Θωμάς απήτησε να προσκηνύσει το ενταφιασμένο σώμαΤο Ελληνικόν μηνολόγιον αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό στην καταχώρηση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως στις μετέπειτα εκδόσεις των Μηναίων.
ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ

Στη μορφή, στην οποία έφθασε έως σήμερα, το «μηνολόγιο» της 15ης Αυγούστου αποτελεί αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων, τα οποία μαρτυρούνται στους μελετηθέντες εγκωμιαστικούς Λόγους επί τη Κοιμήσει της ΘεοτόκουΕντυπωσιάζει το γεγονός ότι στο εν λόγω μηνολόγιο καταχωρίζονται όλες οι λεπτομέρειες -μηδέ μιας εξαιρουμένης- των εγκωμιαστικών Λόγων, ως εάν επρόκειτο περί ενός consensus των ποικίλων μαρτυριών. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί την τελική συγχώνευση των διαφορετικών πτυχών της περί Κοιμήσεως παραδόσεως και, τοιουτοτρόπως, την τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.
 Βιβλιογραφία

1. Ιωάννης Ράμφος, «Η Κοίμηση της Θεοτόκου», 1948. 2. Ν.Π.Παπαδόπουλος, «Ο Τάφος της Παναγίας», Αθήνα 1952. 3. Μέντζος Θεοφάνης, «Τάφος της Παναγίας», Αθήνα 1955. 4. Εφ. Καθημερινή, 25 Μαρτίου 1981-Ακρόπολις 28 και 29-8-1954- «Χουριέτ» 24-12-1950-. «Τζουμχουριέτ» 9-8-1951. 5. Naci Keskin «Efes» ed. Keskin Color, Istanbul αχρονολόγητο. 6. Migne J.P. «Patrologia Graeca», 1857. 7. M. Jugie «La Mort et l’ Assomption de la Sainte Vierge dans la Tradition des cinq premiers Siecles» Echos d’ Orient τόμος 35 του 1926 αριθμοί 141,142 και 143. Η Εορτή της Κοιμήσεως
Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.
Οι περί της εορτής μαρτυρίες εκ των πανηγυρικών ή εγκωμιαστικών Ομιλιών
 ΠΗΓΕΣ
1.      ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ «ΙΣΤΟΡΙΑ»ΕΛ.
2.      Γεώργιος Φίλιας Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
3.      ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
4.      ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΦΩΤΟΘΗΚΗ
5.      ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ
6.      TALANTO.
                                                                                            

TO ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΧΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ, ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές αυτές, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της.
Πήγε τότε ο Άγγελος και της είπε: «Αυτά λέγει ο Υιός σου: είναι καιρός να παραλάβω τη μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αυτό να μην ταραχθείς, αλλά δέξου το μήνυμα με ευφροσύνη, επειδή μεταβαίνεις σε ζωή αθάνατη».

Μόλις το άκουσε η Θεοτόκος, χάρηκε πολύ και από τον πολύ πόθο της να μεταβεί στον μονογενή Υιό της, ανέβηκε με βιασύνη και προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, διότι είχε αυτή τη συνήθεια, να ανεβαίνει συχνά σ’ αυτό το όρος. Τότε ακολούθησε θαύμα παράδοξο. Όταν ανέβηκε εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφή τους τα δέντρα, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και την προσκύνησαν και έτσι έδειξαν το σεβασμό τους και τίμησαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου.

Αφού προσευχήθηκε αρκετά η Πανάχραντη, επέστρεψε στην οικία της. Άναψε φώτα πολλά, ευχαρίστησε τον Θεό και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Στη συνέχεια, ετοιμάζει όλα τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό της. Φανερώνει και στις άλλες γυναίκες τα λόγια που της είπε ο Άγγελος για της εις τους ουρανούς μετάστασή της και σαν απόδειξη των λόγων της, δείχνει το χαροποιό και νικητικό σημείο, που της έδωσε ο Άγγελος, ένα κλαδί φοίνικα.

Οι καλεσμένες γυναίκες, μόλις άκουσαν αυτό το λυπηρό μήνυμα, άρχισαν τους θρήνους και έπειτα παρακαλούσαν την Παναγία να μη τις αφήσει ορφανές. Και η Θεοτόκος τις βεβαίωσε ότι, αφού μετασταθεί στους ουρανούς, θα φυλάει όχι μόνον αυτές αλλά και όλο τον κόσμο. Με τέτοια παρηγορητικά λόγια στάματησε την υπερβολική λύπη τους.

Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ημέρα από την εμφάνιση του αγγέλου, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμησή της.

Μαζί με τους Αποστόλους ήρθε και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχες. Όλοι αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία για την οποία συνάχθηκαν αιφνιδίως και παραδόξως, έλεγαν στην Θεοτόκο: «όσο σε βλέπαμε, Δέσποινα, να ζεις και να μένεις στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου. Επειδή όμως τώρα με τη βουλή του Υιού σου και Θεού μεταβαίνεις στα ουράνια, γι’ αυτό καθώς βλέπεις θρηνούμε και δακρύζουμε, αν και από την άλλη χαιρόμαστε για όσα θαυμαστά σου έγιναν». Τότε η Θεοτόκος τους αποκρίθηκε: «Μαθητές του Υιού μου και Θεού, μην κάνετε πένθος και λύπη τη χαρά μου».

Όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια φτάνει και ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος, την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής, διότι αν και δεν έζησα σωματικώς κοντά στον Υιό σου, βλέποντας όμως εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».

Μετά αποχαιρετά όλους, ξαπλώνει πάνω στο νεκροκρέββατο, σταύρωσε τα χέρια της, προσφέρει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της για τη σύσταση και την ειρήνη όλου του κόσμου, γεμίζει τους Αποστόλους και ιεράρχες από την ευλογία του Υιού της που δίνεται απ’ αυτήν στους ανθρώπους, και έτσι αφήνει στα χέρια του Υιού της και Θεού την ολόφωτη και παναγία ψυχή της.

Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος άρχισε να λέει στην Θεοτόκο επιτάφια εγκώμια, ενώ οι άλλοι Απόστολοι σήκωσαν το νεκροκρέβατο. Άλλοι προπορεύονταν βαστάζοντας λαμπάδες και ψάλλοντας ύμνους και άλλοι ακολουθούσαν ως το τάφο το σώμα της Θεομήτορος. Ακούγονταν και Άγγελοι από τον ουρανό που έψαλλαν και γέμιζαν τον αέρα οι μελωδίες τους.

Όλα αυτά μην υποφέροντας να βλέπουν και να ακούν οι άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησαν κάποιους από το λαό και τους έπεισαν να παρεμποδίσουν την πομπή. Όμως η θεία δίκη πρόφτασε και παίδεψε τους τολμήσαντας με το να τους τυφλώσει.

Έπειτα οι έφτασαν οι Απόστολοι στη Γεσθημανή, ενταφίασαν το πάναγνο σώμα της Θεοτόκου και περίμεναν εκεί τρεις μέρες ακούγοντας ακαταπαύστως σε όλο αυτό το διάστημα τους ύμνους και τις μελωδίες των αγίων Αγγέλων.

Μετά από τρεις ημέρες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Και βέβαια όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής».

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΔΕΓΜOΝΑ ΤΑΦΟΝ ἱερομ.Ἰουστίνου

… λίθε στό ἄνοιγμα τοῦ ἱεροσολυμιτικοῦ Τάφου, σάν τόν λίθο στό ἄνοιγμα τοῦ βαβυλωνιακοῦ λάκκου! Στή Βαβυλώνα ἔριξαν τόν Δανιήλ στόν λάκκο τῶν λεόντων «καί ἤνεγκαν λίθον καί ἐπέθηκαν ἐπί τό στόμα τοῦ λάκκου, καί ἐσφραγίσατο ὁ Βασιλεύς ἐν τῷ δακτυλίῳ αὐτοῦ»(Δαν. 6. 17). Στήν Ἱερουσαλήμ ἀφοῦ προσκύλισαν «λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου …ἠσφαλίσαντο τόν τάφον σφραγίσαντες τόν λίθον μετά τῆς κουστωδίας» (Ματθ. 27.60. 66) τοῦ Ρωμαίου ἑκατόνταρχου πού ἔφερε στή χλαμύδα του τά σύμβολα καί τήν προσωπογραφία τοῦ βασιλιᾶ του.
Στή Βαβυλώνα ἔβαλαν τόν Δανιήλ ζωντανό στόν λάκκο σάν σέ τάφο, γιά νά μή βγεῖ ποτέ ἀπό κεῖ, παρά μόνο σάν ὑπολείμματα, ἀποφάγια θηρίων. Στήν Ἱερουσαλήμ ἔβαλαν τόν προκαταγγελμένο ἀπό τόν Δανιήλ – εἶναι ὁ «ὡς υἱός ἀνθρώπου» (7.13). Τόν ἔβαλαν νεκρό στόν Τάφο σάν σέ λάκκο, γιά νά μή βγεῖ ποτέ ἀπό κεῖ παρά μόνο σάν λείψανα τῆς φθορᾶς, ἀποφάγια τοῦ ἀρχαίου δράκοντα καί θηρίου, τοῦ θανάτου. Ὡστόσο γελάσθηκαν ἐπειδή δέν ἔβαλαν «υἱόν ἀνθρώπου» ἀλλά ἔβαλαν «ὡς υἱόν ἀνθρώπου». δηλ. κάποιον σάν γιό ἀνθρώπου, Θεό πού ἐνανθρώπησε, πλήν δέν ἄφησε τή θεότητα! Γι᾽ αὐτό καί βγῆκε θριαμβευτής, ζωντανός καθώς πρίν ὁ Δανιήλ.
Ὦ λίθε τοῦ Τάφου τοῦ Ἰησοῦ, μοιάζεις καί δέν μοιάζεις μέ τόν λίθο τοῦ τάφου τοῦ φίλου Του τετραήμερου. Μοιάζεις: Σκέπασες ἐπίσης νεκρό, ἀποκυλίσθηκες ἐπίσης. Δέν μοιάζεις: Σύ σκέπασες «νεκρό» Θεό, καί ἀκόμη ἀποκυλίσθηκες παράδοξα. Στήν ἀποκύληση τοῦ τετραήμερου λίθου ὑπούργησαν ἄνθρωποι, τοῦ τριήμερου ἄγγελοι. «Χωρίς δέ πάσης ἀντιλογίας» φυσικά εἶναι καί τά δύο, μιά πού ἐκ φύσεως «τό μεῖζον ὑπό τοῦ ἐλάττονος» ὑπουργεῖται (πρβλ. Ἑβρ. 7.7). Ὑπηρετεῖται δηλ. κανείς ἀπό ἴσους ἤ κατώτερούς του, ἐκτός ἀπό τήν ἐξαίρεση τοῦ θείου ἐλέους καί τῶν ὀργάνων του, τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀγγέλων πού φροντίζουν γιά τή σωτηρία μας. Λοιπόν στόν πρῶτον λίθο, τόν βηθανικό, ὑπούργησαν ἄνθρωποι, στόν δεύτερο, τόν σιωνικό, ἄγγελος καί ἀρχάγγελος, ὥστε νά ἐμφανισθεῖ ὁ «παῖς Κυρίου», ὁ Μεσσίας, ὡς «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος» (Ἡσ. 9.6), τῆς βουλήσεως τῆς Ἁγ. Τρίαδος περί οἰκουμενικῆς σωτηρίας ἐκ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Μελέτη περί του Αγίου Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου


Μελέτη περί του Αγίου Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ*

  Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ.Π. Θεμελή - Αγία Σιών, τεύχη Γ' - Δ' Ιεροσόλυμα 1928
Τα δημόσια Οικοδομήματα του Πασχαλίου Χρονικού εξηγήθηκαν εικαστικά (καλλιτεχνικά) από τον πατέρα Germer Durand.[1] Αυτός έκανε την υπόθεση ότι το τετράνυμφο θα είναι η πηγή του Σιλωάμ, η οποία έχει μνημονευθεί από τον προσκυνητή των Βορδιγάλλων ως «quadriporticus», δηλαδή ως τέσσερις περίστυλοι. Ασφαλώς, υπάρχει η βεβαίωση ότι ο Αυτοκράτορας στην περιοχή του Ιουδαϊκού ναού ανήγειρε ναό του Καπιτωλίου Διός και έστησε μέσα σε αυτόν ένα άγαλμά του.[2] Ο προσκυνητής των Βορδιγάλλων (333) λέει ότι είδε δύο αγάλματα του Αδριανού(;). Αυτή η άποψη αποδείχθηκε αργότερα λανθασμένη, αλλά πρόλαβε να παγιδεύσει και τον ίδιο τον Γερμανό καθηγητή της Βόννης Krafft, ο οποίος από την επιγραφή που υπήρχε συμπέρανε ότι η πύλη σε εκείνο το σημείο ήταν έργο του Αδριανού. Και ο A. Thierry κατά τον ίδιο τρόπο υποστήριξε ότι τα δύο αγάλματα είναι του Αδριανού.[3] 
Πολλοί θεωρούν ότι άδικα τα δύο αγάλματα αποδόθηκαν στον Αδριανό. Το ένα από αυτά τα δύο παριστάνει τον Αντωνίνο τον Ευσεβή, διότι από έξω από τον περίβολο του Haram-ech-Cherif προς τα δεξιά και απέναντι από την πύλη της κάτω πλευράς του El-Aksa φαίνεται στο τείχος επιγραφή, η οποία αποτελεί μέρος της βάσης του αγάλματος:

TITO AEL. HADRIANO
ANTONINO AVG. PIO
P. P. PONTIF. AVGVR.
D. D. 
Αυτή η επιγραφή σημαίνει: «προς τιμή του Αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτου Αιλίου Αδριανού Αντωνίνου Αυγούστου του Ευσεβούς, Πατέρα της Πατρίδος, Ποντίφικα, Προφήτη με απόφαση των βουλευτών».[4] 
Από τους "θεούς", εκτός από τον Δία, λατρεύονταν ο Βάκχος, ο Σέραπις, οι Διόσκουροι και η Αφροδίτη. Δεν είναι, όμως, γνωστό πότε εισήχθη η λατρεία αυτών των θεών, αλλά είναι αναμφίβολο ότι αυτοί εδώ οι ναοί υπήρξαν πράγματι στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος λέει ότι στους Αγίους Τόπους ασεβείς άνδρες έστησαν άγαλμα στην Αφροδίτη, ενώ ο Νικητής Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων γράφει ότι στον ιερό τόπο υπήρχε απρεπέστατο άγαλμα. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Αλέξανδρος ο Μοναχός, χωρίς, όμως, να προσδιορίζουν το χρόνο της ίδρυσης αυτού του αγάλματος. Μόνο ο Ιερώνυμος γύρω στα 395[5] λέει ότι από τον Αδριανό μέχρι τον Κωνσταντίνο υπήρχε άγαλμα του Δία στον τόπο της Αναστάσεως και της Αφροδίτης πάνω στον Γολγοθά. Τελευταία ερευνήθηκε από το Αγγλικό Παλαιστινολογικό τύπο η άποψη ότι μετά την καταστροφή από τον Τίτο, οι ειδωλολάτρες στην Ιερουσαλήμ ανήγειραν ναό της Αστάρτης στη θέση του Παναγίου Τάφου.[6]
Για αυτό το γεγονός υπάρχει η ένσταση, την οποία τονίζει ο Crome και  άλλοι σε υπερβολικό βαθμό, ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν ίδρυαν τους ναούς τους στους τόπους των θανατικών τους εκτελέσεων, τους οποίους η θρησκευτική συνείδηση θεωρεί ανόσιους και βέβηλους.[7]
Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος του Γολγοθά δεν ήταν ούτε εκ φύσεως ούτε από το νόμο ένας τόπος θανατικών εκτελέσεων∙ απλά, εκεί συνέβη η σταύρωση του Χριστού και των ληστών. Έπειτα, όμως, όταν αυτή η τοποθεσία συμπεριλήφθηκε στην πόλη με τα νέα τείχη του Αδριανού, θεωρήθηκε ότι ήταν ιερή και από τους ίδιους τους ειδωλολάτρες, χωρίς να επηρεάσει τις προλήψεις τους το μεμονωμένο γεγονός της σταύρωσης. Εκτός από αυτό, ο Γολγοθάς, από τη σταύρωση του Κυρίου και εξής, δεν είναι πλέον φρικτό ξύλινο κατασκεύασμα των κακούργων. Εδώ, στον Γολγοθά, σβήνει η κάθε αμαρτία, πηγάζει η σωτηρία και γι' αυτό στη χριστιανική συνείδηση θεωρείται μεγαλοπρεπές και συγχρόνως σεμνό θυσιαστήριο. Αυτό που είναι σιχαμερό για τον ειδωλολάτρη και τον Ιουδαίο γίνεται ποθητό και τίμιο για τον Χριστιανό.[8] Γι' αυτό ο Γολγοθάς από τη στιγμή της σταύρωσης είναι ο πιο ιερός τόπος. Η αντιπάθεια, από την άλλη, των ειδωλολατρών προς τους χριστιανούς, κάλλιστα θα μπορούσε να εξηγήσει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού στον Γολγοθά. Και η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τη μετατροπή των ειδωλολατρικών ναών σε εκκλησίες και των εκκλησιών σε τεμένη. Ο Ρουφίνος (345-410) λέει[9] ότι το άγαλμα της Αφροδίτης στήθηκε εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, ώστε οι χριστιανοί, οι οποίοι τιμούσαν αυτόν τον τόπο, αντί να αποδίδουν τη λατρεία στον Χριστό, να την αποδίδουν στην Αφροδίτη. Ο Παυλίνος από τη Νώλη (353-431) γράφοντας προς τον Σεβήρο[10] λέει ότι ο Αδριανός, επειδή ήθελε φανερά να σβήσει τη Χριστιανική πίστη με την εξαφάνιση των αγίων Τόπων, έστησε άγαλμα του Δία εκεί. Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (363-420) αναφέρει ότι τα αγάλματα των δαιμόνων ήταν στο ναό, εκεί όπου ο Κύριος έζησε τα πάθη Του. Ο Αμβρόσιος (340) στον ψαλμό XLVII (47) αναφέρεται στον Γολγοθά λόγω του αγάλματος της Αφροδίτης «Venerarium»[11] που υπήρχε εκεί.
Την ύπαρξη τέτοιων ναών στο μέρος αυτό, εκτός από τις ιστορικές ενδείξεις που έχουν μνημονευθεί παραπάνω, πιστοποιεί και η νομισματική.[12] Άλλωστε και η ίδια η λέξη Γολγοθάς που συγγενεύει με το κοσμητικό επίθετο Calva  της Αφροδίτης υποδηλώνει κάποια παρόμοια σύνδεση με το Καπιτώλιο. Αυτή η λέξη παράγεται από το caput: κεφάλι και το Olus ή Tolus και σημαίνει κεφάλι του βασιλιά Όλου ή Τόλου που ανακαλύφθηκε στην κορυφή του Καπιτωλίνου λόφου στη Ρώμη, όταν τέθηκαν εκεί τα θεμέλια του ναού του Δία. Επομένως, και οι δύο λέξεις Καπιτώλιο και Γολγοθάς έχουν την ίδια σημασία και μπορούμε να πούμε ότι το Καπιτώλιο της Ιερουσαλήμ ήταν ο Γολγοθάς.[13]
Στον Καπιτωλίνο λόφο υπήρχε και ναός της Καπιτωλίνης Αφροδίτης ή της Συριακής Αστάρτης και ονομαζόταν Venus Victrix ή Calva, απ' όπου παράγεται το Calvaria που εξηγείται με τη λέξη Γολγοθάς. Αλλά ας επιμείνουμε πιο πολύ στην ετυμολογία. Στην Ανατολή η Αφροδίτη λατρευόταν στην Κύπρο και ιδιαίτερα στους Γολγούς, πόλη που πήρε το όνομά της από τον Γόλγο, γιο της Αφροδίτης, που απέκτησε με παράνομο γάμο. Κατά τον Sepp[14] η πόλη ονομάστηκε έτσι από το κωνοειδές σχήμα Heb; galgal golgol, το οποίο σχήμα πρωταγωνιστεί στις τελετές που είναι συνδεδεμένες με τη λατρεία της Αφροδίτης, την οποία αποκαλούν «γολγών άνασσα» (=βασίλισσα των γολγών).

Από τους νεότερους ερευνητές ο Mommert υποστηρίζει τη γνησιότητα του Γολγοθά ως εξής:

«Αναμφισβήτητα ήταν γνωστή η τοποθεσία του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου στους ανθρώπους που ζούσαν κατά το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, είτε ήταν φίλοι Του είτε εχθροί Του. Αυτό το μαρτυρούν ο Ιωάννης με τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού, και τις ευσεβείς γυναίκες που στέκονταν δίπλα στον Σταυρό, οι βρισιές κατά του Χριστού από τους εχθρούς Του, η Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, η φρουρά γύρω από τον Τάφο και η επίσκεψη του Πέτρου, του Ιωάννη και των ευσεβών γυναικών στην περιοχή, όπως διηγείται το ιερό Ευαγγέλιο.
Από αυτούς τους σύγχρονους, βέβαια, πολλοί ακόμα ζούσαν, όταν μετά από δέκα περίπου έτη από τον Σταυρικό θάνατο του Σωτήρα η πόλη επεκτάθηκε με το τείχος του Αγρίππα και περιέλαβε μέσα και τον Γολγοθά. Μερικοί επέζησαν και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο γύρω στο 70 μ. Χ. Σχετικά με έναν Συμεών, γιο του Κλεόπα, που κατέλαβε την επισκοπική έδρα των Ιεροσολύμων το έτος 64, γνωρίζουμε ότι έζησε μέχρι την ηλικία των 129 ετών και πέθανε μαρτυρικά το 108, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Έτσι η μαρτυρία των συγχρόνων του Ιησού Χριστού φτάνει μέχρι το πρώτο τέταρτο του δεύτερου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την επέκταση της πόλης και της επισκευής του επονομαζόμενου τρίτου τείχους του Αγρίππα, η μνήμη των αγίων Τόπων δεν έσβησε, καθώς ο Γολγοθάς βρισκόταν κοντά στο αποκαλούμενο δεύτερο τείχος και κοντά στις πύλες της πόλης, και οι οικοδομές που βρίσκονταν στο μέρος αυτό θα δυσκόλευαν την υπεράσπιση της πόλης. Στον Γολγοθά μέχρι και τη βασιλεία του Αδριανού δεν κτίστηκε κανένα οικοδόμημα, όπως συμπεραίνεται από το ότι ο Αδριανός, όταν έχτισε τα οικοδομήματα εκεί το 135, δεν κατεδάφισε κανένα κτίριο.
Αναμφισβήτητο είναι και ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο δεν μπόρεσε να σβήσει τη μνήμη των αγίων Τόπων. Σύμφωνα με εξήγηση των Ρωμαίων, η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα, πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, κατά το 367 πληροφορεί ότι μετά την αναχώρηση του Τίτου η χριστιανική κοινότητα επανήλθε και πάλι στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στα ερείπια της πόλης.
Αναμφισβήτητο είναι και το ότι το 135, όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός, μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του Βαρ Κοχέβα, ίδρυσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ιουδαϊκής Ιερουσαλήμ τη Ρωμαϊκή αποικία Αιλία, οι άγιοι Τόποι του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ήταν καλά γνωστοί και οι χριστιανοί τους τιμούσαν∙ διότι διαφορετικά οι ειδωλολάτρες δε θα έστρεφαν την προσοχή τους στο μέρος αυτό και δε θα το μόλυναν με την ίδρυση ιερού της Αφροδίτης. Αναμφισβήτητο ακόμη είναι ότι οι χριστιανοί δεν ξέχασαν τους αγίους Τόπους, και όταν ακόμη δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν εκεί. Οι πιστοί πραγματοποιούσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να καταγίνονται με τους αγίους Τόπους, όπως γίνεται φανερό από τους συγγραφείς Τερτυλλιανό, Ωριγένη, Κυπριανό, Αθανάσιο και Ιερώνυμο. Αλλά και πολλοί σκεπτικιστές συγγραφείς παραδέχονται ως δυνατή τη μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου διάσωση της παράδοσης σχετικά με την τοποθεσία των αγίων Τόπων. Διότι πράγματι, εάν εξαφανιζόταν κάθε αναφορά σχετικά με τον Γολγοθά, πώς θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να γράψει στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να στολίσει με οικοδόμημα το γνωστό άγιο Τόπο; Επομένως, η τοποθεσία του Γολγοθά ήταν τότε πολύ γνωστή σε όλους.[15]
Από την όλη έρευνα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η γνησιότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό και βέβαιο είναι ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων διαφύλαξε άθικτη και αμιγή τη χριστιανική αλήθεια.  

Φιλολογική επιμέλεια για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Τερζή Όλγα
Πτ. Φιλοσοφίας (Α.Π.Θ.)

*) Βλέπε Τεύχος Δ'. 1928, σελ. 193.

[1][1] Echos d' Orient 1904 σελ.. 65-71. Revue Biblique I. σελ. 369-387. Περισσότερα για την Αιλία βλέπε Deyling's de Aeliae Capitolinae orig. et historia. Munter's History of the Jewish war under Trajan and Hadrian. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην Bibliotheca Sacra του Robinson σελ. 393-455.
[2] Δίων Κάσσιος LXIX, 12.
[3] Ο Άγιος Ιερώνυμος, μετάφραση Νικ. Ι. Σταματιάδου, Σάμος 1893, σελ. 168.
[4] F. de Saulcy, Jerusalem, Paris 1882 σελ. 87-88.
[5] Epist. 49 ad Paulin.
[6] The camp of the tenth Legion at Jerusalem and the city of Aelia από τον W. Wilson στο Pal. Exp. Fund 1905, σελ. 138-144.
[7] Coquerel, Topographie de Jerusalem σελ. 130-131.
[8] Η μεταβολή αυτή υπενθυμίζει πολύ φυσικά το «απομάκρυνε τους άθεους» του ιερού Πολυκάρπου και τη δύναμη του Ωριγένη. Στους ειδωλολατρικούς ναούς υπήρχε η συνήθεια να μοιράζονται κλαδιά από φοίνικα∙ ο Ωριγένης,  αφού πήγε με τη βία σε ειδωλολατρικό ναό και μοίρασε τέτοια κλαδιά, είπε αμέσως: « Ελάτε να πάρετε όχι το κλαδί των ειδώλων, αλλά το βλαστό του Χριστού» (Επιφαν. αιρεσ. 1, 64).
[9] Εκκλησ. Ιστορ. X, 7.
[10] Epist. XXXI.
[11] «Dominus secundum coeli tractum in Venerario passus est, qui erat locus in parte aquilonis».
[12] F. de Sauley, Jerusalem, Paris 1882. Πρβλ. de Sauley Num. de la Terre Sainte σελ. 374. Palestine Exploration Fund 1903 σελ. 242.
[13] Pal. Explor. Fund 1902 σελ. 67-70.
[14] Das heilige Land I, 419.
[15] C. Memmert, Golgotha, 4-10∙ πρβλ. Νέα Σιών 1914,33.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Παναγία Ιεροσολυμίτισσα - Το αληθινό πρόσωπο της Παναγίας


Παναγία Ιεροσολυμίτισσα



Σύμφωνα με την Ιεροσολυμιτική παράδοση η Θαυματουργός Ιερή Εικόνα της Παναγίας Ιεροσολυμίτισσας έχει αγιογραφηθεί τον 19ο αιώνα με θαυματουργικό τρόπο. Φέρει χρονολογία 1870. Υπήρχε τον καιρό εκείνο μία αγιογράφος Μοναχή, με το όνομα Τατιανή, από τη Ρωσική Ιερά Μονή της Μυροφόρου Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που βρίσκεται στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών, απέναντι από την Ιερουσαλήμ. Καθώς κοιμόταν η Τατιανή είδε σε όραμα ότι την επισκέφθηκε στο κελί της μία άγνωστη Μοναχή, η οποία της είπε: «Αδελφή Τατιανή, ήλθα να με ζωγραφίσεις». Η Τατιανή απάντησε: «Ευλόγησον, αδελφή, αλλά εγώ είμαι αγιογράφος και όχι ζωγράφος». Και η Επισκέπτρια της λέγει: «Τότε να με αγιογραφήσεις». Η Τατιανή εξεπλάγη με το θάρρος της ξένης και αποκρίθηκε: «Δεν έχω ξύλο (σανίδι), πού να σε ζωγραφίσω;». Και τότε η Επισκέπτρια Μοναχή της δίδει ένα σανίδι αγιογραφήσεως και λέγει: «Ζωγράφισε»! Αλλά ενώ ζωγράφιζε η Τατιανή τη Μοναχή, είδε τα Άμφιά Της να γίνονται χρυσά, το Πρόσωπό Της να λάμπει πολύ και Την άκουσε να λέγει: «Ω μακαρία Τατιανή, μετά τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά, θα με αγιογραφήσεις πάλι εσύ». Η Τατιανή αντιλήφθηκε ότι αγιογραφούσε την Παναγία! Ταράχθηκε και ξύπνησε. Αμέσως έσπευσε στην Ηγουμένη και της διηγήθηκε το όραμα. Η Ηγουμένη δυσπίστησε και της είπε να πάει να κοιμηθεί και αύριο να αγιογραφήσει μία εικόνα της Παναγίας. Καθώς όμως επέστρεφε, είδε να βγαίνει από το κελί της φως και αισθάνθηκε ευωδία! Τότε ειδοποίησε την Ηγουμένη και μαζί εισήλθαν στο φωτεινό και ευωδιάζον κελί, όπου είδαν το θαύμα: Η Εικόνα του οράματος βρισκόταν μέσα στο κελλί πραγματική, Αχειροποίητη! Η Αγία αυτή Εικόνα της Παναγίας! Μετά από όλα αυτά, παρουσιάζεται πάλι η Παναγία στην Μοναχή και λέγει: «Να με κατεβάσετε κάτω στο σπίτι μου, στη Γεθσημανή». Πράγμα που έγινε. Από τότε η Αχειροποίητος Αγία Εικόνα της Παναγίας  Ιεροσολυμίτισσας, βρίσκεται στο Ιερό Προσκύνημα του Θεομητορικού Μνήματος της Γεθσημανής, που αποτελεί τον κενό τάφο της Παναγίας μας, το ονομαζόμενο Κενοτάφιο και Θαυματουργεί.

Αναφέρεται ότι και τις τρεις φορές που πλημμύρισε ο Ιερός Ναός στη Γεθσημανή, η Εικόνα ανέβηκε μόνη Της από τον μαρμάρινο θρόνο που βρίσκεται και στάθηκε στο σύστημα εξαερισμού, χωρίς να στηρίζεται πουθενά! Τα Θαύματά Της είναι αναρίθμητα, όπου κι αν πήγε.


vima-news.blogspot.gr