Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Όσιος Ονούφριος ο- Αιγύπτιος ·

Η ιεράν Μονήν Οσίου Ονουφρίου, ευρίσκετω εις Ιεροσόλυμα, εις την περιοχήν της κώμης και της λίμνης του Σιλωάμ, μεταξύ των λόφων της Αγίας Σιών και του Αμπου-Τωρ, εις την συμβολήν της κοιλάδος Γκεχεννόμ (Γεέννης ) & Χειμάρρου των Κέδρων, την γνωστήν και ως περιοχήν Ακελδαμά, Αγρού του Αίματος, τον οποίον ηγόρασαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι με τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία επέστρεψεν ο Ιούδας, ίνα χρησιμεύση εις ταφήν τοις ξένοις, (Ματθ. 27,8). Ο Άγιος Ονούφριος, ως αναφέρει ο Συναξαριστής αυτού, «έζη εν Κοινοβίω, κειμένω εν Ερμουπόλει Θηβών της Αιγύπτου. Και ακούσας Ηλιού του προφήτου και Ιωάννου του Προδρόμου τον βίον εξήλθε του κοινοβίου και την έρημον ώκησεν επί εξήκοντα έτη, άθρωπον μη εωρακώς το σύνολον». Με άλλα λόγια, ο Πατήρ ημών Ονούφριος εγένετο μιμητής όχι μόνον κατά τον τρόπον, αλλά και κατά τον τόπον της ασκήσεως και αυταπαρνήσεως δια την αγάπην του Θεού των μεγάλων του Χριστού κηρύκων και προφητών Ηλιού και Ιωάννου του Προδρόμου. Εις τον προφητικόν λόγον και έργον των ιερών τούτων προσωπικοτήτων ο μαθητευόμενος εν τω κοινοβίω Ονούφριος είδε και κατενόησε την δυνατότητα εφαρμογής των παραγγελιών του Αποστόλου Παύλου, λέγοντος: «Γίνεσθε ουν μιμηταί του Θεού ως τέκνα αγαπητά και περιπατείτε εν αγάπη καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν Εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις οσμήν Ευωδίας», (Εφ. 5, 1-2). Τόσον δε ηγάπησεν ο Όσιος ημών τον Χριστόν, ώστε παρέδωκεν εαυτόν εξ ολοκλήρου εις την θείαν του Χριστού αγάπην, αναδεικνύμενος ούτω άξιος της μιμήσεως και του ονόματος του Χριστού. «Χριστιανός εστι», λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω λόγοις και έργοις και εννοία εις την αγίαν Τριάδα ορθώς και αμέμπτως πιστεύων». (Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο και στα λόγια και στα έργα και στην σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα). Η εις την Αγίαν Τριάδα ορθώς και αμέμπτως πίστις του Αγίου Ονουφρίου απετέλει το κριτήριον και την πνευματικήν πυξίδα του εν τη αγάπη του Χριστού περιπάτου αυτού εις τα ενδότερα της ερήμου. Τούτο καταφαίνεται από το γεγονός ότι ο Όσιος Πατήρ ημών, επέτυχε να καταντήση να φθάση εις την κατάστασιν της θεοπτίας, να ορά δηλονότι δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος το αμήχανον κάλλος του Κτίστου και Θεού του ως λέγει ο υμνωδός αυτού: «Πάτερ θεόφρον Ονούφριε, τον παγετόν της νυκτός και ημέρας τον καύσωνα, τη ελπίδι Όσιε των μελλόντων υπέμεινας. Τα επί γης σου μέλη νεκρώσας γαρ της ουρανίου ζωής επέτυχες ένδον γενόμενος της παστάδος Άγιε περιχαρώς, κάλλος το αμήχανον ορών του Κτίστου σου». Τιμά και γεραίρει η Αγία του Χριστού Εκκλησία τον Άγιον Ονούφριον, διότι ούτος ηξιώθη δια της αυστηράς ασκήσεώς του να εισέλθη «ένδον της παστάδος». Να εισέλθη δηλαδή εις τον Παράδεισον, να γίνη κοινωνός της Βασιλείας των Ουρανών και δοχείον του Αγίου Πνεύματος, ως πάλιν λέγει ο υμνωδός του: «Φως νοητόν και ουράνιον, ένδον λαβών εν καρδία σου της ακηράτου Τριάδος δοχείον ώφθης, Ονούφριε και νυν μετά Αγγέλων ηρίθμησαι, κραυγάζων , Αλληλούϊα». Η μορφή του Οσίου Πατρός ημών Ονουφρίου, αγαπητοί μου , προβάλλεται ως παράδειγμα ασκήσεως εις τας εντολάς του Ευαγγελίου του Χριστού, δηλονότι εις τας αρετάς που εκπηγάζουν εκ της αγάπης του Σωτήρος ημών Χριστού, εκ της αγάπης, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής » (Α’ Κορ. 13,5), (δεν ζητεί τα ιδικά της συμφέροντα). Εκ της αγάπης η οποία «ουδέποτε εκπίπτει», που δεν ξεπέφτει ποτέ, αλλά μένει πάντοτε βεβαία και ισχυρά, ακόμη και μετά τον θάνατό μας.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

TA BHMATA TOY XΡΙΣΤΟΥ-ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ

Τα μυστήρια που περιβάλλουν την αφή του Αγίου Φωτός

Τα μυστήρια που περιβάλλουν την αφή του Αγίου Φωτός

Η ιερή στιγμή της Χριστιανοσύνης στο στόχαστρο της ανάλυσης
Μέχρι και σήμερα, ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει τα γεγονότα που σχετίζονται με το αναστάσιμο Άγιο Φως με τη διαμάχη για το αν πρόκειται για θαύμα ή όχι να αφήνει τους πιστούς διχασμένους, αναφορικά τόσο με το θεολογικό υπόβαθρο όσο και τον συμβολισμό της ευφρόσυνης αυτής τελετής.
Κι όμως, ένα από τα κορυφαία μυστήρια του χριστιανικού κόσμου καλεί σε βαθύτερη ανάλυση, καθώς το Μεγάλο Σάββατο κοντοζυγώνει και το Άγιο Φως ετοιμάζεται για άλλη μια χρονιά να σκορπίσει το θεϊκό του φως στα πέρατα της οικουμένης.
Η θεϊκή φλόγα, ισχυρίζονται οι παραδόσεις, εμφανίζεται «από το πουθενά» στον ελληνορθόδοξο πατριάρχη, αποκλειστικά σε αυτόν και σε κανέναν άλλο, στις 12 το μεσημέρι ακριβώς κάθε Μεγάλου Σαββάτου. Η αφή δεν μπορεί να γίνει από ετερόδοξο -μη ορθόδοξο δηλαδή- χριστιανό, αλλά και το φαινόμενο δεν λαμβάνει χώρα κατά το Πάσχα των καθολικών, το οποίο πολύ συχνά δεν συμπίπτει με το ορθόδοξο. Οι θρύλοι μάς λένε ότι όποτε επιχειρήθηκε κάτι διαφορετικό, το Άγιο Φως δεν εμφανίστηκε.
Πέρα από προσωπικές αντιλήψεις, μαρτυρίες και πηγές υπάρχουν προς κάθε κατεύθυνση. Εμείς τις παρουσιάζουμε, εσείς κρίνετε...
Η ιστορία του θαύματος
Οι μαρτυρίες που θέλουν «κάτι να συμβαίνει» είναι πολλές, από αρχαίες διηγήσεις μέχρι και σύγχρονες αναφορές, που συνοδεύονται πλέον και από φωτογραφικό υλικό. Αν και το φαινόμενο λαμβάνει χώρα ενόσω ο πατριάρχης είναι μόνος, δεν είναι λίγες οι φορές που οι παρευρισκόμενοι αναφέρουν τη θέαση απόκοσμου «γαλαζωπού φωτός» ή έντονων λάμψεων που κινούνται από σημείο σε σημείο.
Και από θεολογική ωστόσο άποψη το Άγιο Φως δεν είναι λιγότερο αινιγματικό. Το φαινόμενο δεν προβλέπεται από κάποια προφητεία, καθώς η ίδια η ιδέα του θαύματος είναι συνδεδεμένη με τη δόξα του Θεού.
Οι πρώτες αναφορές για την τελετή ανάγονται στον 2ο αιώνα μ.Χ. και μιλούν για μια απλή συμβολική αναπαράσταση θεολογικού χαρακτήρα. Περί τον 9ο αιώνα ωστόσο γενικεύτηκε η πρακτική με τους πιστούς να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν τα εδάφη όπου έδρασε ο Ιησούς Χριστός.
Οι καταγεγραμμένες αναφορές σχετικά με τη βίωση του θαύματος του Αγίου Φωτός της Ιερουσαλήμ είναι πολυάριθμες ανά τους αιώνες, δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι γύρω στον 9ο αιώνα αρχίζει να παρουσιάζεται από προσκυνητές το εν λόγω φως ως θαύμα, ως θεόπεμπτο δώρο που «κατέρχεται ουρανόθεν στον Άγιο Τάφο».
Μια από τις πρώτες μαρτυρίες που αποδίδουν υπερφυσικό χαρακτήρα στην αφή του Αγίου Φωτός ήταν αυτή του γάλλου καθολικού ιεραποστόλου Βερνάρδου (Bernardus Monachus), ο οποίος κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού του στους Αγίους Τόπους (865-870 μ.Χ.) αποδίδει τη μετάδοση του φωτός στον πατριάρχη σε άγγελο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η καταγραφή του γεγονότος από τον Foucher της Σαρτρ (1059-1127), τον περίφημο γάλλο ιερέα και χρονικογράφο της Πρώτης Σταυροφορίας, έναν από τους πλέον αξιόπιστους μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων της εποχής.
Όταν η Ιερουσαλήμ περνά βέβαια στα χέρια των μουσουλμάνων Σαρακηνών, οι προσκυνητές σταματούν να την επισκέπτονται, με τον αυτοκράτορα της Δύσης -με άδεια του Καλιφά, βασιλιά των Σαρακηνών- να «στολίζει» την πόλη με μοναστήρια και εκκλησίες για να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον.
Ιερείς και τυχοδιώκτες καταφτάνουν στην Ιερουσαλήμ, καθώς η υπόθεση άρχισε να μυρίζει χρυσάφι. Ο Αδαμάντιος Κοραής σημειώνει: «Οι Μοναχοί, ως φρόνιμοι, δεν άργησαν να θεραπεύσωσι την δυστυχίαν, επινοήσαντες στο θαύμα του αγίου φωτός». Το Άγιο Φως μοιάζει εφεύρημα για να δελεαστούν οι πιστοί και να γεμίσουν τα φυλακτήρια των εκκλησιών με τα αργύριά τους. Στις αρχές μάλιστα του 11ου αιώνα, ο σουλτάνος της Αιγύπτου «ακούσας ότι εγίνετο με δόλον των ιερέων θαύμα ετήσιον εις την Ιερουσαλήμ, ωργίσθη τόσον, ώστε και τον Ναόν του Αγίου Τάφου κατέσκαψε, και όλα τα ευρεθέντα εις αυτό πλούτη μετέφερεν εις το βασιλικόν του θυσαυρόν».
Και βέβαια εκείνη η εποχή θα κατέληγε στην Πρώτη Σταυροφορία (1096 ως το 1099 ), με την Ιερουσαλήμ να πέφτει πια στα χέρια των δυτικών Σταυροφόρων, στην προσπάθεια να απελευθερωθούν οι Άγιοι Τόποι από τον αραβικό ζυγό. Αιχμή του δόρατος για να συγκεντρωθεί στρατός για την Πρώτη Σταυροφορία γίνεται μάλιστα το θαύμα του Αγίου Φωτός, με τη συμβολική της τελετής να μετατρέπεται σε πραγματικό γεγονός. Φαίνεται ότι το «θαύμα» εξυπηρετούσε πολλαπλούς σκοπούς και ήταν όλοι ικανοποιημένοι από την ετήσια ύπαρξή του.
Εξαιρέσεις φυσικά και υπήρξαν, με την πλέον αξιοσημείωτη να είναι αυτή του πάπα Γρηγορίου Η' (1227-1241), που αποκήρυξε το Άγιο Φως ως απάτη και του πατριάρχη Ιεροσολύμων Εφραίμ Β' (1766-1771), ο οποίος έφτασε στο σημείο να καταργήσει την τελετή του Αγίου Φωτός ως «χειροποίητον μηχανουργίαν»...
Γιατί μόνο ορθόδοξος;
Η ιστορία του Αγίου Φωτός έχει μια μακρά ορθόδοξη παράδοση. Ήταν ο άραβας αλ Ρασίντ που παρέδωσε τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων στους χριστιανούς την εποχή του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ.), με τον θάνατο βέβαια του χαλίφη, το 889 μ.Χ., να φέρνει ανάκληση των ιερατικών προνομίων.
Λίγο αργότερα, το 1118 μ.Χ., ο κατακτητής της Ιερουσαλήμ Σαλάχ Ελ Ντιν παραχωρεί τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων στους ορθόδοξους μοναχούς, ορίζοντας ότι «ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)».
Η «δικαιοδοσία» του Αγίου Φωτός περνά λοιπόν στους ορθοδόξους, με τον ιστορικό Κυριάκο Σιμόπουλο να την αποκαλεί «χρυσοτόκο τελετή». Οι Άγιοι Τόποι γίνονται δημοφιλείς, με τους περίφημους «χατζήδες» να μεταβαίνουν εκεί αναζητώντας τη σωτηρία της ψυχής, την ίδια στιγμή που η διαχείριση της πίστης γίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πλουτισμό.
Λατίνοι μάλιστα περιηγητές και συγγραφείς καταγγέλλουν τους ορθοδόξους ιερείς ως θεομπαίχτες, με την τελετή να μη χάνει ωστόσο τίποτα από τη λαμπρότητά της. Χαρακτηριστική συνόψιση της «θαυματουργού καθόδου του Αγίου Φωτός» παρέχεται από τον ιησουίτη μοναχό Du Bernart, ο οποίος στέλνει το 1771 υπόμνημα στον καθολικό επίσκοπο της Τουλούζης, σημειώνοντας -αφού αναφερθεί στο ιστορικό της τελετής- πως το Άγιο Φως ήταν «εφεύρεση» των λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ στα χρόνια των Σταυροφοριών, προσθέτοντας πως η τελετή αξιοποιήθηκε στη συνέχεια από τους ορθόδοξους ιερείς.
Ενδιαφέρον έχει εδώ η άποψη του μεγάλου διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος μας πληροφορεί στον τρίτο τόμο των «Ατάκτων» του ότι «οι χριστιανοί Πατέρες δεν αναφέρουν τίποτα μέχρι τον 9ον μ.Χ. αιώνα περί του “αγίου” φωτός», αποκαλώντας ταυτόχρονα τους αγιοταφίτες ιερείς λαοπλάνους, και καταλήγει: «Το ψευδόθαυμα αυτό το πιστεύουν ολίγοι, ίσως τινές δια μωρίαν και άλλοι δι' αισχροκέρδειαν ... Ουδέ ο Χρυσόστομος το επίστευεν ή μάλλον ουδέ το εγνώριζε, διότι, άν εις τον καιρόν του εθαυματουργείτο το άγιον φώς, πώς ήτο δυνατόν να λέγη ότι δέν εγίνοντο πλέον θαύματα;»...
Τελετή του Αγίου Φωτός
Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί στην προσπάθεια επίρρωσης ή ακύρωσης του θαυματουργού χαρακτήρα της αφής του Αγίου Φωτός. Το τελετουργικό του μέρους είναι λίγο-πολύ γνωστό: στις 10 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος στον Πανάγιο Τάφο, για να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει μέσα στον ναό κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει φωτιά, και αμέσως μετά τον σφραγίζουν με το μελισσοκέρι που είχε ετοιμαστεί το πρωί.
Το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, ο ορθόδοξος πατριάρχης με τη συνοδεία του -αρχιερείς, ιερείς και διακόνους-, αλλά και τον αρμένιο πατριάρχη, μπαίνει στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως και αμέσως μετά αρχίζει η Ιερή Λιτανεία. Μετά τη λιτανεία, αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο πατριάρχης βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο.
Κατόπιν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων λαμβάνει τους σβηστούς πυρσούς και εισέρχεται στο Ιερό Κουβούκλιο. Όλα τα καντήλια είναι σβηστά και τίποτα δεν είναι αναμμένο στον Ιερό Ναό, με τον πατριάρχη να λέει την προσευχή και το Άγιο Φως να κατέρχεται.

Η Λόγχη του Χριστού ~ Spear of Destiny BBC

Η Λόγχη του Χριστού ~ Spear of Destiny BBC



Γνωστή και ως Λόγχη του Πεπρωμένου ή Λόγχη του Λογγίνου.

Ο θρύλος λέει ότι αυτή η αρχαία λόγχη, αφού χρησιμοποιήθηκε από το ρωμαίο εκατόνταρχο Λογγίνο για να τρυπήσει τη δεξιά πλευρά του Ιησού στο σταυρό, μεταμορφώθηκε σε όπλο με υπερφυσικές δυνάμεις.

Λέγεται ότι όποιος κατέχει τη «Λόγχη του Χριστού» κρατά τη μοίρα του κόσμου στα χέρια του και ο θάνατος είναι άμεσος εάν χαθεί. Σύμφωνα με το θρύλο, η Ελένη, μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, ενσωμάτωσε στη Λόγχη ένα από τα καρφιά της Σταύρωσης & έβαλε τα υπόλοιπα στην πανοπλία του ιδρυτή της Κωνσταντινούπολης...

Η Λόγχη έγινε δημοφιλής κυρίως χάρη στο κλασικό πλέον βιβλίο του τρίβορ ραβενσκροφτ “the spear of destiny” (Λόγχη του Πεπρωμένου). Χρησιμοποιήθηκε από τον Καρλομάγνο και αναζητήθηκε από τον Ναπολέοντα, μέχρι και τον Χίτλερ...

Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι βοηθούν στο να αποκαλυφθεί η αλήθεια γύρω από αυτό το μυστήριο και ιερό χειροποίητο αντικείμενο και στο εάν η λόγχη που βρίσκεται στο μουσείο Hofburg (Χόφμπουργκ), είναι η πραγματική «Λόγχη του Χριστού», η οποία χρονολογείται 2000 ετών. 
 






Πηγή: http://www.apocalypsejohn.com

Πώς έρχεται το Άγιο Φως από τον Πανάγιο Τάφο στην Ελλάδα

Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Κυριάκος Γεροντόπουλος θα μεταβεί, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, στα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να παραστεί στην τελετή της Αφής του Αγίου Φωτός στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως και να μεταφέρει την Αγία Φλόγα στην Αθήνα.
Η μοναδική αυτή τελετή της Ορθοδοξίας στον Πανάγιο Τάφο πραγματοποιείται, όπως κάθε χρόνο, στις 12.00 μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Ο ναός είναι κατάμεστος από πιστούς, ορθόδοξους και μη χριστιανούς, χιλιάδες επισκέπτες, που με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, επιδιώκουν να βιώσουν από κοντά αυτό το μεγάλο θαύμα της Ανάστασης του Κυρίου όταν από τον Πανάγιο Τάφο βγαίνει ο ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων υψώνοντας στο χέρι του το Άγιο Φως για να το μοιράσει σε όλους.
Όλους αυτούς, που περιμένουν με κατάνυξη στην ψυχή και, στα χέρια, πολλές λαμπάδες αποτελούμενες από 33 κεράκια, όσα και τα χρόνια του Ιησού, να το λάβουν και να το μεταδώσουν.
Η τελετή αρχίζει με την είσοδο του πατριάρχη Θεόφιλου Γ’ στον ναό, συνοδευόμενου από αρχιερείς, ιερείς και διακόνους του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αλλά και τον Αρμένιο πατριάρχη. Ακολουθεί η Ιερή Λιτανεία και αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έχει ελεγχθεί ότι δεν εμπεριέχει τίποτα που να μπορεί να ανάψει φωτιά και σφραγιστεί με βουλοκέρι την προηγούμενη μέρα.
Τότε, ο πατριάρχης βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο, λαμβάνει τους σβηστούς πυρσούς και εισέρχεται στο Ιερό Κουβούκλιο. Όλα τα καντήλια είναι σβηστά και τίποτα δεν είναι αναμμένο στον Ιερό Ναό, με τον πατριάρχη να λέει την προσευχή και το Άγιο Φως να κατέρχεται. Η θεϊκή φλόγα, σύμφωνα με τις παραδόσεις, εμφανίζεται «από το πουθενά» στον ελληνορθόδοξο πατριάρχη, αποκλειστικά σε αυτόν και σε κανέναν άλλο, στις 12 το μεσημέρι ακριβώς κάθε Μεγάλου Σαββάτου.
Η έξοδος της φλόγας, που άναψε μόνη της εκπληρώνοντας κάθε χρόνο ένα θαύμα στο εσωτερικό του Πανάγιου Τάφου, είναι συγκινητική. Χέρια απλώνονται από παντού και μέσα σε λίγα λεπτά ο ναός γεμίζει από φλόγες που «προχωρούν» μέχρι να καλύψουν όλο τον χώρο.
Από τον ναό της Αναστάσεως, το Άγιο Φως αρχίζει το ταξίδι του με προορισμό τις εκκλησίες της Ελλάδας. Το αεροπλάνο με τον αρμόδιο υφυπουργό, το μεταφέρει από το Ισραήλ στην Αθήνα και στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, γύρω στις 18.30 το βράδυ, όπου γίνεται η τελετή υποδοχής, με τιμές αρχηγού κράτους για να ξεκινήσει, αμέσως μετά η διανομή του σε όλη τη χώρα.
Δύο αεροσκάφη αναχωρούν αμέσως μετά την άφιξη της αποστολής από τα Ιεροσόλυμα προς περιοχές του Αιγαίου και του Ιονίου, μεταφέροντας το Άγιο Φως σε Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, Μύκονο, Σάμο, Κω, Μυτιλήνη με προγραμματισμένη ώρα άφιξης στον τελευταίο προορισμό για κάθε τομέα, κατά προσέγγιση τις 22:30.
Παράλληλα, προκειμένου να γίνει η μεταφορά και σε άλλους προορισμούς- Ηράκλειο, Χίο, Σαντορίνη, Καβάλα και Θεσσαλονίκη- μετατίθεται αργότερα, κατά μία περίπου ώρα, η αναχώρηση σε προγραμματισμένες αεροπορικές πτήσεις. Έτσι, από τα αεροδρόμια φθάνει στις πόλεις της επικράτειας και από εκεί, στις εκκλησίες, για να φωτίσει την Ανάσταση του Κυρίου και να φτάσει από χέρι σε χέρι σε κάθε σπίτι.

ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ, Ο ΤΑΦΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_6.jpg

Κ
ατα τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία πέθανε δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού και τάφηκε στην Ιερουσαλήμ. Υπάρχει, όμως, και η άποψη πως ακολούθησε τον Ιωάννη στην Έφεσο και ότι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της εκεί. Σε ένα κοπτικό κείμενο του 4ου αιώνα, στην 20ή Ομιλία του Κύριλλου της Ιερουσαλήμ, αναφέρεται ότι ο θάνατός της συνέβη στη Σιών (Ιερουσαλήμ), στις 15 Αυγούστου του έτους 43 μ.Χ., και ότι τάφηκε στη Γεθσημανή. Η επίσημη εκκλησιαστική ιστορία αποδέχθηκε το γεγονός αυτό από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο τάφος της Παναγίας, επομένως, ανήκει στους Ορθόδοξους από την εποχή που οικοδομήθηκε ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου από τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη. Από τον περασμένο αιώνα, όμως, η Καθολική Εκκλησία, η οποία αμφισβητεί το γεγονός, προσπάθησε να μεταθέσει την τοποθεσία του τάφου.
ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ,ΤΟ «ΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ»
 Το 1841 οι Καθολικοί άρχισαν να γράφουν και να διαδίδουν ότι η Παναγία έζησε, πέθανε και τάφηκε όχι στη Γεθσημανή, αλλά στην Έφεσο. Οι εικασίες αυτές αντικρούστηκαν κατά καιρούς από τους Ορθόδοξους. Η έκδοση, όμως, ενός έργου επανέφερε πάλι το θέμα στο προσκήνιο. Η διαμάχη άρχισε τον προηγούμενο αιώνα όταν η καθολική μοναχή Άννα-Κατερίνα Έμμεριχ (που έζησε στη Βεστφαλία και πέθανε το 1824) υπέδειξε, ύστερα από σχετικά «οράματα», τον τόπο ταφής της Παναγίας στην τοποθεσία «Καπουλού-Παναγιά», τρεις ώρες έξω από την Έφεσο. Τα οράματα της Έμμεριχ δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1841, δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατό της. Έτσι ανακινήθηκε το θέμα. Το 1869 οι Καθολικοί, απορρίπτοντας πάλι την εκκλησιαστική παράδοση, προσπάθησαν να αμφισβητήσουν εκ νέου την ύπαρξη του τάφου στην Ιερουσαλήμ. Το 1892, οι Λαζαρινοί Μ. Πουλαίν και Μ. Γιουνγκ ενδιαφέρθηκαν για το θέμα της Εφέσου και επειδή κατάγονταν από τη Σμύρνη, αποφάσισαν να μελετήσουν τους χώρους που δήλωνε η Χριστιανή εκείνη της Βεστφαλίας. Άρχισαν να ερευνούν ξεκινώντας από τον λόφο Μουλμπούλ (Κορησός), σύμφωνα με τις δηλώσεις της Έμμεριχ, η οποία δεν είχε μετακινηθεί ποτέ από τον τόπο της γέννησής της και ούτε είχε καμιά μόρφωση. Έτσι η ομάδα δεν ήξερε προς τα πού να προσανατολιστεί. Δεν υπήρχε, εξάλλου, κανένα μονοπάτι στο βουνό. Διέσχισαν τις χαράδρες και έψαξαν παντού. Τέλος, την τρίτη μέρα, βρήκαν τον χώρο που περιέγραφε το «όραμα». Έτσι, έφτασαν να ανακαλύψουν στην Παναγιά την Καπουλού, ακόμη και τις στάχτες που υπήρχαν στο τζάκι της κατοικίας της Θεοτόκου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, δημοσιεύθηκαν στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (17-5-1896), το επίσημο όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα παρακάτω: «Πριν ένα χρόνο, με την έγκριση του Πάπα της Ρώμης, αγοράστηκε από Οθωμανό (μωαμεθανό) ιδιοκτήτη ικανός χώρος, στον οποίο υποτίθεται υπήρχε ο τάφος της Θεοτόκου, με σκοπό να ιδρυθεί μεγάλο μοναστήρι και Προσκυνητήριο.
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_8.jpg

Προχθές δε, στις 8 Μαΐου, γιορτή του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, πήγε για να εγκαινιάσει το μέρος, με έκτακτες αμαξοστοιχίες του σιδηροδρόμου του Αϊδινίου, ο επίσκοπος των Δυτικών στη Σμύρνη Ανδρέας Τιμόνης, συνοδευόμενος από αναρίθμητο πλήθος Καθολικών, ανδρών, γυναικών και μαθητών των προπαγανδιστικών σχολών και κληρικών διαφόρων μοναχικών Ταγμάτων και τέλεσε έτσι τα εγκαίνια του προαναφερθέντος τάφου της Παναγίας, που επονόμασε Καπουλού και επέστρεψε το βράδυ στη Σμύρνη. Τηλεγραφικά αναγγέλθηκε το γεγονός στον Πάπα της Ρώμης Λέοντα, ο οποίος απάντησε αυθημερόν και έστειλε τις ευλογίες του σε όλους όσοι συμμετείχαν στην εκδήλωση». Αρκετά χρόνια αργότερα, σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» της Κωνσταντινούπολης (9-8-1951), ο αρχιεπίσκοπος Σμύρνης κοινοποίησε τις επαφές του με τις αρμόδιες αρχές του Βατικανού. Σύμφωνα με αυτές, ο πάπας Πίος ΙΒ’ χορήγησε το προνόμιο, στις γιορτές που θα γίνονταν στον «Οίκο της Μεριέμ Ανά» (της Μητέρας Μαρίας) να ψαλλούν από όλους τους μοναχούς οι ευχές για την «μετάστασή της». Χορηγήθηκε επίσης από τον πάπα στον αρχιεπίσκοπο Σμύρνης το δικαίωμα να ευλογήσει εξ ονόματός του όσους θα έπαιρναν μέρος στις γιορτές της 10ης Αυγούστου «επί τη ανοικοδομήσει του Οίκου», του σπιτιού δηλαδή όπου «κατοίκησε η Παναγία».
Η «SANTA CASA» ΤΟΥ ΛΟΡΕΤΟ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_5.jpg
Το σπίτι αυτό, ωστόσο, δεν είναι και το μοναδικό που αναφέρουν οι Καθολικοί. Υπάρχει και το προηγούμενο της «Αγίας Οικίας» (Santa Casa) του Λορέτο, του σπιτιού δηλαδή στο οποίο έζησε η Παναγία. Όταν μετά την πτώση του Αγίου Ιωάννη της Άκρας (Πτολεμαΐδας) χάθηκε και το τελευταίο ίχνος της κυριαρχίας των Λατίνων στους Αγίους Τόπους, τότε και η οικία αυτή στην οποία διέμενε η Παναγία μεταφέρθηκε σε λατινοκρατούμενες περιοχές. Σύμφωνα με την καθολική παράδοση, η «Santa Casa», απειλούμενη με καταστροφή από τους Μωαμεθανούς το 1291, μεταφέρθηκε από τη Ναζαρέτ, από αγγέλους, και αποτέθηκε σε ένα λόφο, στο Τερζάτο της Δαλματίας. Τρία χρόνια αργότερα, πάντα με τον ίδιο τρόπο, μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, κοντά στο Ρεκανάτι και, το 1295, στο Λορέτο. Υπέρ του ιερού αυτού εκδόθηκαν πολλά παπικά διατάγματα, χαρακτηριστικότερο από τα οποία ήταν εκείνο του Ιννοκέντιου Ζ’ ο οποίος καθιέρωσε ειδική θεία λειτουργία για τη γιορτή της «Μεταφοράς του Αγίου Οίκου». Η «Οικία του Λορέτο», ένα όψιμο γοτθικό οικοδόμημα που άρχισε να κατασκευάζεται το 1468, ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Σίξτου Ε’ (1585-1590). Ο επόμενος πάπας μάλιστα, ο Σίξτος ΣΤ’, ίδρυσε το 1586 το Ιπποτικό Τάγμα της «Αγίας Οικίας του Λορέτο». Αν αναλογιστούμε ότι το κέδρινο άγαλμα της Παναγίας του Λορέτο, που επίσημα καταγράφεται και ως «Μαύρη Μαντόνα», συνδέεται με πολλές αντίστοιχες «Μαύρες Μαντόνες», μια από τις οποίες έδωσε τη «θεία φώτιση» στον Άγιο Βερνάρδο, θα αντιληφθούμε καλύτερα το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων. Ο Άγιος Βερνάρδος αποκαλούσε την Παναγία «Βασίλισσα των Ουρανών». Κάπως έτσι την εννοούσε και ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ο οποίος επικύρωσε τη λαϊκή λατρεία της Παναγίας, που την ταυτίζει με τη λατρεία της Σελήνης, με τα παρακάτω λόγια: «Προς τη Σελήνη πρέπει να κοιτάζουν όσοι βρίσκονται θαμμένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας. Έχοντας χάσει τη θεία χάρη, η μέρα εξαφανίζεται, ο ήλιος δεν λάμπει πια γι’ αυτούς, αλλά η Σελήνη βρίσκεται ακόμη στον ορίζοντα. Ας μιλήσουν στη Μαρία. Με τις οδηγίες της πολλοί βρίσκουν τον δρόμο τους προς τον Θεό». Οι απόψεις αυτές φαίνεται να φωτογραφίζουν τον χώρο στον οποίο λατρεύτηκε η μεγάλη Εφέσια θεά Άρτεμις-Σελήνη.
ΚΑΣΜΙΡ, Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_7.jpg
Το πρόβλημα, ωστόσο, γίνεται από περίπλοκο και από κάποιους άλλους ισχυρισμούς που αναφέρουν ως τόπο ταφής το Κασμίρ. Διάφοροι ιστορικοί ερευνητές, βασισμένοι σε επίσημα και απόκρυφα πρωτοχριστιανικά χειρόγραφα, παρουσιάζουν το Κασμίρ σαν «επίγειο παράδεισο». Στο μέρος αυτό τοποθετούν και τον τάφο της Παναγίας. Για παράδειγμα, ο Ινδός συγγραφέας Αλ Ας Χαβάγια Ναζίρ Αχμάντ στο βιβλίο του «Ο Ιησούς στον Παράδεισο της Γης», αναφέρει τους κατοίκους της περιοχής Χαζαρά στο Κασμίρ ως «γόνους του Ισραήλ». Ο Εφραίμ ο Σύρος (4ος αιώνας) στο «Σχόλιο εις Διατέσαρον», γράφει ότι ο απόστολος Θωμάς δίδαξε τους Πάρθους. Η πορεία του Θωμά στην Ανατολή επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, οι οποίες αναφέρουν μάλιστα ότι ο τάφος του βρίσκεται στην περιοχή Μιλαπόρ, στο όρος Μαντράς της Ινδίας. Οι πιστοί του, που ονομάζονται Χριστιανοί της Ινδίας του Αγίου Θωμά, γιόρτασαν το 1973, τα 1.900 χρόνια από τον θάνατό του. Στο απόκρυφο κείμενο «Πράξεις του Θωμά», αναφέρεται η παρουσία του Ιησού και της Παναγίας στις περιοχές του Κασμίρ. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, αναφερόμενοι στην ιερότητα αυτής της περιοχής, μνημονεύουν το ίδιο ταξίδι, που έκανε και ο νεοπυθαγόρειος Απολλώνιος Τυανεύς, τη ζωή και το έργο του οποίου ο κυβερνήτης της Βιθυνίας Ιεροκλής (3ος αιώνας) ταύτισε με αυτά του Ιησού. Γεγονός, πάντως, είναι ότι πολλοί σοφοί και διανοούμενοι της εποχής ταξίδευαν προς την Ανατολή πριν επιχειρήσουν οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή θρησκευτικό έργο στη Δύση. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα κείμενα που αμφισβητούν την παραδοσιακή εκκλησιαστική ιστορία. Ιστορικοί της Ανατολής αναφέρονται σε ένα μακρινό ταξίδι του Ιησού και της Παναγίας στην Ινδία και στο Κασμίρ, όπου και προσδιορίζονται ακόμη και οι τοποθεσίες στις οποίες τάφηκαν. Αναφέρουν, λοιπόν, τα κείμενα πως από την Έδεσσα της Οσροηνής (τη σημερινή πόλη Ούρφα της Τουρκίας, κοντά στον Ευφράτη), πήγαν στη συριακή πόλη Νίσιβι και από εκεί στα Τάξιλα του Κασμίρ. Η Παναγία, που ήταν σε μεγάλη ηλικία, πέθανε από τις κακουχίες και τάφηκε στο χωριό Μάρι (που σημαίνει Μαρία). Το μνημείο της λέγεται Μάι Μάρι ντα Αστάν (δηλαδή το μέρος που αναπαύθηκε η Μητέρα Μαρία).
«ΚΑΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΝΑΓΙΑ» ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΈΦΕΣΟ.
 Επίσης, κοντά στην πόλη Σριναγκάρ, πρωτεύουσα του Κασμίρ, σε μια Κρύπτη της περιοχής Ροζαμπάλ, λέγεται ότι βρίσκεται και ο τάφος του Ιησού. Αυτές οι απόψεις εκφράζονται κυρίως από τους ιστορικούς της Ανατολής, οι οποίοι επικαλούνται παλιά περσικά, συριακά και αραβικά χειρόγραφα. Μερικές από τις παραδόσεις αυτές, αναφέρουν πως ο Γιουζ Ασάφ (Ιησούς) ήρθε στο Κασμίρ μέσω Πακιστάν. Όταν η ηλικιωμένη μητέρα του πέθανε, την έθαψε στην πόλη Μάρι, περίπου 50 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του σημερινού Ραβαλπίντι. Άλλοι, πάλι, λένε πως ταξίδεψε και δίδαξε στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) πριν φτάσει στο Κασμίρ, όπου όλες οι παραδόσεις συμφωνούν πως έζησε εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Θάφτηκε από τον μαθητή του Μπαμπάντ (που σημαίνει «δίδυμος») στη Σριναγκάρ, όπου ο τάφος του παραμένει μέχρι σήμερα καθαγιασμένος και ιερός τόπος.
ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_4.jpg
Το πρόβλημα του τάφου απασχόλησε ιδιαίτερα τον λαμπρό κληρικό της Εκκλησίας μας Νικόλαο Παπαδόπουλο, εφημέριο του ναού του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο οποίος μάλιστα έγραψε και ειδική μελέτη για το θέμα αυτό πριν από σαράντα χρόνια. Βραβευμένος το 1980 από την Ακαδημία Αθηνών για την αξιόλογη έρευνά του, ο Παπαδόπουλος, που ήταν αντίθετος στις παρακάτω αμφισβητήσεις, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κληρικοί και λαϊκοί, υποστήριξε την παραδοσιακή εκδοχή, ότι δηλαδή η Παναγία πέθανε και τάφηκε στη Γεθσημανή, βασιζόμενος στα κείμενα των υμνογράφων της Εκκλησίας, τα οποία γράφτηκαν κατά την πρώτη χιλιετία. Μελετώντας για αρκετό καιρό γνωστά και άγνωστα κείμενα και κυρίως χειρόγραφα του Αγίου Όρους, ο Παπαδόπουλος, συγγραφέας πολλών ιστορικών και θεολογικών έργων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τίποτα άλλο, πέρα από τις μαρτυρίες μιας απλής και αφελούς μοναχής που έζησε στο θρησκόληπτο και σκοτεινό ακόμη κλίμα του περασμένου αιώνα, δεν συνηγορεί για τη στήριξη αυτής της άποψης..
 Αντίθετα, όλα πείθουν πως ο τάφος της Παναγίας βρίσκεται στη Γεθσημανή. Τα κείμενα που στηρίζουν αυτή την άποψη, διάφοροι Κανόνες γνωστών ποιητών, ύμνοι διαφόρων αφανών και επιφανών υμνογράφων και άλλα έργα της θρησκευτικής ιστορίας, είναι πολύ διαφωτιστικά. Στην πρώτη ωδή του Κανόνα, που συνέθεσε για την Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Κοσμάς ο Ιεροσολυμίτης αναφέρει: «Η τάξη των Αγγέλων, που άυλοι περπατούν στον ουρανό, μαζεύτηκε στη Σιών γύρω από το θείο σώμα, Θεοτόκε...». Η πέμπτη επίσης ωδή μνημονεύει τη Σιών (Ιερουσαλήμ): «Παρθένα, οι Απόστολοι λες και ταξίδεψαν πάνω στα σύννεφα, έφτασαν αμέσως από τα πέρατα της γης στη Σιών, για να σε ενταφιάσουν». Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που θεωρείται πατέρας της Δογματικής Θεολογίας, στα ποιητικά του έργα προσδιορίζει τη Σιών ως τόπο του επίμαχου τάφου: «Ο δήμος των θεολόγων από τα πέρατα της γης και το πλήθος των αγγέλων από τα ύψη του ουρανού, έτρεξαν στη Σιών από μήνυμα θεϊκό για να κάνουν το χρέος τους, την ταφή σου να λειτουργήσουν, Δέσποινα». Ο Έλληνας υμνογράφος από τη Σικελία, Ιωσήφ, ιστορεί έμμετρα στον προεόρτιο Κανόνα που ψάλλεται στις 14 Αυγούστου: «Αφού ήρθαν από την άκρη της γης οι λαμπροί στύλοι των περάτων, βρέθηκαν στη Σιών για να σε κηδέψουν, Άχραντη, που τέλειωσες τη ζωή σου». Επίσης ο Στέφανος Σαββαΐτης, ανιψιός του Ιωάννη Δαμασκηνού, ομολογεί: «Η Άνασσα Θεοτόκος εξέπνευσε και μετήρεν εν τη Σιών και ήρθη εκ Σιών». Αλλά και ο Κοσμάς ο Μελωδός στην 1η, 5η, 8η, και 9η ωδή του Κανόνα του αναφέρει τη Σιών: «Η Χριστοτόκος εν Σιών μεθίσταται προς ουράνιον δόμον». Προσκαλεί μάλιστα ο ποιητής και τις θυγατέρες Σιών καθώς και τους Σιωνίτες «με ανημμένας λαμπάδας και άδοντες να σπεύσουν προς την Γεθσημανή και να προπέμψουν το Όρος το Άγιον εις τα επέκεινα», στην επουράνια κατοικία της. Δείχνοντας μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια από τους ποιητές, διάφοροι ιστορικοί προσδιορίζουν όχι μόνο την Ιερουσαλήμ, αλλά τη Γεθσημανή ως τοποθεσία ταφής της Παναγίας. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος το 458, ο Ιωάννης Δαμασκηνός στους λόγους του, ο Γερμανός το 733 στον τρίτο λόγο του, ο Νικηφόρος στην εκκλησιαστική ιστορία του, τα συναξάρια και, μαζί με αυτά, η εκκλησιαστική ιστορία και η παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Σοβαρές ιστορικές μαρτυρίες θεωρούνται ακόμη τα κείμενα του λόγιου μοναχού Στεφάνου, Επισκόπου Ευχαϊτών και του Μάρκου Ευγενικού. Τις ίδιες ιστορικές αναφορές για την Κοίμηση, τις συναντάμε και στη χριστιανική Υμνογραφία, που προηγείται χρονικά από τους Κανόνες. Στους ύμνους αυτούς, που είναι γραμμένοι στα ελληνικά και ψάλλονται μεταφρασμένοι σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες, αναφέρεται συνεχώς ως τόπος ταφής της Παναγίας, η Γεθσημανή. Ο Θ. Μέντζος, επίσης, στο έργο του «Ο Τάφος της Παναγίας» καταχωρίζει ένα εδάφιο του Γεωργίου Κεδρηνού σχετικά με τον βίο της Παναγίας, το οποίο αναφέρει: «Μετά τον θάνατον Ιωσήφ του τέκτονος, τελευτήσαντος δε και
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_1.jpg
Ζεβεδαίου, ήγαγεν Ιωάννης (ο ευαγγελιστής) και Ιάκωβος την μητέραν αυτών και συνήν τη Θεοτόκω. Την δε κτήσιν αυτών πωλήσαντες Καϊάφα ηγόρασαν τη Σιών, ένθα το μυστικόν Πάσχα ο Χριστός εποίησε και των θυρών κεκλεισμένων εισήλθε. Μετά την του Κυρίου ανάληψιν η Θεοτόκος εν Σιών διέτριβεν έως της τελευτής αυτής. Προ δε ημερών δέκα πέντε έγνω την έξοδον αυτής. Προ δε τριών ημερών ο Αρχάγγελος παρεγένετο προς αυτήν το βραβείον κομίζων. Παρέδωκε δε την αγίαν αυτής ψυχήν τω Κυρίω και Υιώ τω Θεώ αυτής, ετών ούσα εβδομήκοντα δύο. Οι δε φασίν πεντήκοντα οκτώ. Ώστε μετά την ανάληψιν του Χριστού είκοσι τέσσαρας χρόνους απεβίωσε».
ΤΑ ΆΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΣΤΙΣ ΒΛΑΧΕΡΝΕΣ
Ιστορική μαρτυρία επίσης θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Πουλχερία άνοιξε τον τάφο, το 450, και μετέφερε μερικά νεκρικά αντικείμενα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού «...πολλάς εν Κωνσταντινούπολει ανήγειρε τω Χριστώ εκκλησίας η εν αγίοις Πουλχερία. Μία δε τούτων εστί και η εν Βλαχέρναις τού της θείας λήξεως Μαρκιανού. Ούτοι τοιγαρούν εκείσε σεβάσμιον οίκον τη πανυμνήτω και Παναγία Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία οικοδομήσαντες και παντί κόσμω κοσμήσαντες το ταύτης πανάγιον Θεοδόχον ανεζήτουν σώμα. Και μετακαλεσάμενοι Ιουβενάλιον τον Ιεροσολύμων αρχιεπίσκοπον και τους από Παλαιστίνης επισκόπους, τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντες πόλει, διά την τηνικαύτα εν Χαλκηδόνι γενομένην Σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς: “Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας εκκλησίαν εν χωρίω Γεθσημανή καλουμένω, ένθα το ζωηφόρον αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ. Βουλόμεθα τοίνυν τούτο το λείψανον αγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως”. Υπολαβών δε Ιουβενάλιος απεκρίθη: “Τη μεν αγία και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφαίνεται τα κατά την τελευτήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας. Εξ αρχαίας δε και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν ότι εν τω καιρώ της ενδόξου κοιμήσεως αυτής οι μεν άγιοι σύμπαντες Απόστολοι, επί σωτηρία των εθνών την Οικουμένην διαθέοντες, εν καιρού ροπή μετάρσιοι συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα και προς αυτήν ούσι οπτασία αυτοίς αγγελική γέγονε και θεία υμνωδία... Το δε Θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν εν σορώ τη εν Γεθσημανή κατετέθη... ενός δε (των Αποστόλων) απολειφθέντος Θωμά, μετά την τρίτην ημέραν ελθόντος και το Θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες ησφαλήσαντο την σορόν... Παρήν δε και ο αδελφόθεος Ιάκωβος και Πέτρος... (στιχ. 752). Και ταύτα οι βασιλείς (αμφότεροι ο τε Μαρκιανός και η Πουλχερία) ήτησαν αυτόν τον αρχιεπίσκοπον Ιουβενάλιον την αγίαν εκείνην σορόν μετά των εν αυτή της ενδόξου και Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας ιματίων βεβουλλωμένην ασφαλώς αυτοίς αποσταλήναι. Και ταύτην αποσταλείσαν κατέθεντο εν τω εν Βλαχέρναις δομηθέντι σεβασμίω Οίκω της αγίας Θεοτόκου». Σχετικά με το παραπάνω εδάφιο και άλλα ίδια που είχαν ως θέμα τα άγια λείψανα που συγκέντρωναν οι Βυζαντινοί στις εκκλησίες τους, αλλά και την έμμεση αναγνώριση της κοίμησης της Θεοτόκου στη Γεθσημανή γράφει και ο ίδιος ο καθολικός ιερέας R.P.J. Pargoire στο έργο του «L’ Eglise Byzantine de 257 a 847» (Παρίσι 1923): «Οι Χριστιανοί του Ανατολικού Κράτους είχαν σε μεγάλο βαθμό ευλάβεια προς τα άγια λείψανα. Κάθε τι που συνδεόταν με τον Χριστό, με την Θεοτόκο και με τους Αγίους ήταν προσφιλές σε αυτούς. Η πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους είχε ως στόχο την απόκτηση όλων των σεπτών λειψάνων» (σελ. 117). Ο ίδιος συγγραφέας, που σε άλλο σημείο περιγράφει τον τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή (σελ. 355), γράφει και για τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης: «Ο κύκλος των γιορτών της Παρθένου, που εγκαινιάστηκε πιθανότατα με τη γιορτή του Ευαγγελισμού, πλουτίζεται τώρα και με τη γιορτή της Κοίμησης, γιορτή την οποία πρώτη από όλες τις χώρες γνωρίζει η Παλαιστίνη» (σελ. 115).
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΣΟΥΛΤΑΝΙΚΑ ΦΙΡΜΑΝΙΑ
http://www.istoria.gr/aug03/images/cont3_2.jpg
Οδοιπορικά κείμενα περιηγητών και προσκυνητών, που περιέχονται στο ογκώδες έργο του αρχιδιακόνου Ιεροσολύμων Κλεώπα (Ιεροσόλυμα 1912), συμφωνούν επίσης με τις παραπάνω μαρτυρίες: «Στη Γεθσημανή», έγραφε ο προσκυνητής Θεοδόσιος το 530, «υπάρχει η κοιλάδα του Ιωσαφάτ και η βασιλική της μητέρας του Κυρίου Αγίας Μαρίας, και μέσα σε αυτήν ο τάφος της». Σαράντα χρόνια αργότερα, το 570, ο μάρτυρας Αντωνίνος Πλαιζάν, επιβεβαιώνει το ίδιο: «Στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ υπάρχει η βασιλική της Αγίας Μαρίας η οποία, λένε, υπήρξε ο Οίκος Αυτής. Μέσα σε αυτή δείχνουν τον τάφο από τον οποίο μετέστη στους ουρανούς». Σε περιγραφή που έκανε ο Δυτικός επίσκοπος Αρνούλφος, το 670, διαβάζουμε: «Το μνήμα της Θεοτόκου σύγκειται εκ δύο υπερκειμένων εκκλησιών. Η κατώτερη είναι στρογγυλή και στηρίζεται σε θεμέλια από σπανιότατο λίθο. Στο ανατολικό μέρος υπάρχει θυσιαστήριο και δεξιά του ο τάφος της Αγίας Μαριάμ (Μαρίας), στον οποίο αναπαύθηκε όταν ετάφη». Στα οδοιπορικά αυτά ανήκει και η προσκύνηση του μωαμεθανού Ομέρ Χατάπ, που υπήρξε σύντροφος και διάδοχος (χαλίφης) του Μωάμεθ. Όταν ο Ομέρ κατέκτησε την Ιερουσαλήμ, το 637, αναφέρει ο Άραβας ιστορικός Μεζρουντίν, «προσευχήθηκε δυο φορές στην παρά τον χείμαρρον εκκλησία των Κέδρων και το μνήμα της Μητέρας Μαριάμ». Τα ίδια αναφέρουν επίσης ο σύγχρονος του Ιωάννη Δαμασκηνού, Άγιος Βιλιβάλδος, ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ, ο γεωγράφος Ιντρισί, ο μοναχός Βερνάρδος και ο μοναχός Επιφάνιος κατά τον οποίο, έξω από την πύλη της Ιερουσαλήμ, στη Γεθσημανή, βρισκόταν «η οικία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην οποία η Θεοτόκος μετά την Ανάστασιν εκοιμήθη». Μετά την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Μωαμεθανούς, όλα τα σουλτανικά φιρμάνια ανέφεραν τα ιερά προσκυνήματα των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και τον τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή. Χαρακτηριστικό της μωαμεθανικής αυτής παράδοσης είναι το φιρμάνι που εξέδωσε ο σουλτάνος Σελίμ ο Τρομερός, όταν κατέκτησε την Ιερουσαλήμ το 1517. Από το έργο του Γρηγορίου Παλαμά «Ιεροσολυμιάς», όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η μετάφραση του φιρμανίου, διαβάζουμε στο συγκεκριμένο σημείο τη διατύπωση «... το έξω της πόλεως μνήμα της Δέσποινας Μαριάμ». Αλλά και από καθολικές πηγές μνημονεύεται ο τάφος στη Γεθσημανή, αφού σε λεύκωμα της «Φραγκισκανής Κουστωδίας των Αγίων Τόπων» αναφέρεται: «Ο ναός που βρίσκεται μπροστά στο τείχος του παλιού Ναού, απέναντι από την Χρυσή Πύλη και σε θέση αντίθετη προς το τέμενος του Ομάρ, αποτελεί την απάντηση του Καθολικού κόσμου στην απιστία των Ευρωπαίων πολιτικάντηδων, των Βυζαντινών Ορθοδόξων ή μπολσεβίκων, των πανισλαμιστών και των σιωνιστών... Με τον Ναό αυτόν επανασυνδέεται η μετά τους Σταυροφόρους διακοπείσα παράδοση». Η παράδοση αυτή αναφέρεται σε δυο αποκαλυπτικά εδάφια που ακολουθούν στη συνέχεια. Σύμφωνα με το πρώτο, «κατά την λιτανεία που προηγήθηκε της τελικής εφόδου (κατά της Ιερουσαλήμ), οι Σταυροφόροι είχαν σταματήσει μπροστά στον τάφο της Παναγίας».
ΓΟΤΘΙΚΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Στο δεύτερο, μαρτυρείται ότι μετά την κατάκτηση της πόλης, οι Σταυροφόροι «επιδόθηκαν στην ανακαίνιση των περισσότερο αναγκαίων οικοδομών», όπου μεταξύ των οποίων αναφέρεται ότι «ανακαίνισαν τον τάφο της Παναγίας» (1140-1150). Από την εποχή εκείνη οι Καθολικοί επιδόθηκαν σε διπλωματικούς αγώνες προκειμένου να διεκδικήσουν «χώρο στη Γεθσημανή». Μετά από αιώνες, μνημονεύεται μια ρηματική διακοίνωση της 28ης Μαΐου του 1850, ήταν η αφορμή των Γάλλων προς την Υψηλή Πύλη. Αυτή για να σχηματισθεί μια πολυσέλιδη συλλογή πρακτικών, επισήμων εγγράφων, δικαστικών αποφάσεων, και άλλων αυθεντικών εγγράφων, τα οποία εκδόθηκαν από τον βαρώνο ντε Τέστα το 1866 στο Παρίσι με τίτλο «Συλλογή Συνθηκών της Οθωμανικής Πύλης μετά των ξένων δυνάμεων». Στα επίσημα αυτά έγγραφα η Γαλλία αναγνώριζε τη Γεθσημανή ως τόπο στον οποίο συνέβη η Κοίμηση. Σε αποκαλυπτικό απόσπασμα του Μεγάλου Βεζίρη Φουάτ πασά διαβάζουμε την ευνοϊκή στάση της Υψηλής Πύλης στο επίμαχο θέμα: «Η Γαλλία, και όταν την κυβερνούσαν χριστιανοί βασιλείς, και όταν είχε δημοκρατικό καθεστώς, αλλά και όταν την κυβερνούσαν άθεοι, όπως κατά την τελευταία εποχή κατά την οποία δεν κυνηγούσε από το έδαφός της μόνο τους μοναχούς, αλλά και αυτόν ακόμη τον Θεό, ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει τους μοναχούς της Ανατολής και τις διεκδικήσεις τους». Στις διεκδικήσεις αυτές ο Φουάτ πασάς σημειώνει για τον τάφο: «Από τον τάφο της Παρθένου στην Γεθσημανή, ο οποίος είναι κοινό προσκύνημα για τους Ορθόδοξους Έλληνες, τους Αρμένιους και τα άλλα χριστιανικά δόγματα, και μέσα στον οποίο είχαν και οι Μουσουλμάνοι ιδιαίτερο ιερό, αποκλείονται μόνο οι Λατίνοι μοναχοί». Μάλιστα η Υψηλή Πύλη, με τη συγκατάθεση των Ρώσων, χορήγησε άδεια, για «να τελεσθεί λειτουργία από τους Λατίνους στον τάφο της Παναγίας».
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Από τα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα τα κυριότερα είναι οι λόγοι Ιωάννου του Θεολόγου «Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου», και «Η Ανάληψις της Παρθένου» το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μια ομιλία του αρχιεπισκόπου Ιωάννου Θεσσαλονίκης (7ος αιώνας). Από το πρώτο έργο, το οποίο παρουσιάζει τους Αποστόλους να μεταφέρονται στην Ιερουσαλήμ με θαυματουργό τρόπο, για να συμπαρασταθούν στον θάνατο της Παναγίας, εμπνεύσθηκαν οι υμνογράφοι ενός ορθρικού Ύμνου και δύο Προσομοίων. Στον ορθρικό Ύμνο αναφέρεται: «Ο χορός των Αποστόλων, που ήταν διεσπαρμένος στη γη, συγκεντρώθηκε στη Σιών, για να κατευοδώσει τη Θεοτόκο από τη γη προς τον Ύψιστο». Στην ατέλειωτη σειρά των εκκλησιαστικών συγγραφέων, υμνογράφων και ποιητών, περιλαμβάνονται και δύο πολύτιμα ανέκδοτα Προσόμοια, που αναφέρονται στην πορεία των Αποστόλων προς τον τόπο ταφής της Παναγίας: «Δεύτε ακούσωμεν πάντες θαύμα παράδοξον, των Αποστόλων πάντων εκ τεσσάρων περάτων ελθόντων προς Μαρίαν, όθεν ειπείν ο Θεολόγος ο ένδοξος, εν τη Εφέσω διδάσκων». Από την ανέκδοτη επίσης υμνολογία, στα λεγόμενα «Απόστιχα των Αίνων», διαβάζουμε: «Αίρεται από γης η πανάγαθος Παρθένος προς την Σιών την άνω». Βέβαια η τελευταία φράση «προς την Σιών την άνω» θυμίζει περισσότερο τις «αόρατες» ουράνιες πολιτείες, που υπονοούν το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, παρά γήινες τοποθεσίες. Αλλά αυτό βέβαια είναι θέμα προσωπικής εκτίμησης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι όλοι οι ύμνοι που αναφέρονται στο παραπάνω γεγονός, γράφηκαν πριν την απόσχιση της Παπικής Εκκλησίας από την Ορθοδοξία. Και φυσικά τα κείμενα αυτά τα χρησιμοποιούσαν και οι κληρικοί και οι ιεροψάλτες των καθολικών εκκλησιών, μέχρις ότου παρουσιάστηκε η αμφισβήτηση.
ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ
Η Γεθσημανή μνημονεύεται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο (26,36) και Μάρκο (14,32) και προσδιορίζεται ως «χωρίον». Ο Ιησούς πήγαινε συχνά στη Γεθσημανή, για να προσευχηθεί με τους μαθητές του. Η Αγία Ελένη, όταν πήγε στην Παλαιστίνη, ίδρυσε περίπου τριάντα ναούς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Νικηφόρος Κάλλιστος το 1335. Σε έναν κώδικα του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού, περιέχεται ο κατάλογος των εκκλησιών της «Θεοφιλούς Βασιλίδος Ελένης», όπου ο ναός της Γεθσημανής αναφέρεται τέταρτος στη σειρά ως «Εκκλησία εν Γεθσημανή, επί του Τάφου της Υπεραγίας Θεοτόκου». Ο σημερινός ναός έχει μήκος τριάντα μέτρα και πλάτος οκτώ. Ο τάφος είναι δεξιά, καθώς μπαίνουμε στην είσοδο, λαξεμένος σε τετράγωνο βράχο, με κοίλωμα ενός μέτρου. Για τον τάφο της Γεθσημανής υπάρχουν επίσης μαρτυρίες της Εκκλησίας των Σύρων, των Κοπτών και των Αρμενίων, οι οποίοι διατηρούν και παρεκκλήσια στον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Ιερουσαλήμ. Στα συριακά χειρόγραφα υπάρχουν πέντε βασικά κείμενα που έχουν ως θέμα την «Ανάληψη της Παρθένου». Σε ένα από αυτά, το «Apocrypha Syriaka, Studia Sinaitica» (XI, 1902), που θεωρείται το βασικότερο της συριακής φιλολογίας για τη ζωή και τον θάνατο της Παναγίας, διαβάζουμε πως μετά τη Σταύρωση, Αυτή πήγε στη Βηθλεέμ: «Έτσι έφυγε από την Ιερουσαλήμ μαζί με τις τρεις παρθένες που την ακολουθούσαν πάντα». Στα κοπτικά χειρόγραφα της «Κοίμησης της Θεοτόκου» (δυο μποχαϊριτικά, ένα σαχιδικό και ορισμένα αποσπάσματα), αναφέρονται ο Ευόδιος της Αντιόχειας και κάποιος ανώνυμος, οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου και της ταφής της Παναγίας στη Γεθσημανή. Τις ίδιες μαρτυρίες βρίσκουμε επίσης και στα αρμενικά χειρόγραφα. Συμπερασματικά παρατηρούμε πως πέρα από τα διάφορα λάθη των αντιγραφέων, οι ορθόδοξες ιστορικές μαρτυρίες είναι οι μόνες που αναφέρονται στο πραγματικο γεγονός.
ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ


 ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ


Χωρίς να επανέλθουμε λεπτομερώς στις προεκτεθείσες μαρτυρίες, θα επιχειρήσουμε σύνοψή τους και εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.

Η προς τη Θεοτόκο εξαγγελία της Κοιμήσεως υπό του Κυρίου αποτελεί σημείο, επί του οποίου δεν υπάρχει ομογνωμία μεταξύ των συγγραφέων-έγκωμιαστών της Κοιμήσεως. Ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (μία από τις αρχαιότερες μαρτυρίες) εμφανίζει τη Θεοτόκο να δέχεται την εξαγγελία χωρίς, όμως, να την αναμένει. Το ίδιο ισχύει περί της μαρτυρίας του Ιωάννου Θεσσαλονίκης. Οι μαρτυρίες αυτές είναι, προφανώς, η εξαίρεση εφόσον σε άλλους συγγραφείς η Θεοτόκος φαίνεται ότι μετά χαράς αναμένει την εξαγγελία της Κοιμήσεώς της (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως), ότι μετά χαράς «προαισθάνεται» την Κοίμησή της (Θεόδωρος Στουδίτης), ότι χαρμοσύνως δέχεται τους «χαιρετισμούς» του αγγέλου, με τους οποίους εξαγγέλεται η Κοίμησή της (Ισίδωρος Θεσσαλονίκης) και ότι θεωρεί «αφόρητη» την απουσία του Υιού της, γι' αυτό και επείγεται να Τον συναντήσει (Μανουήλ Παλαιολόγος). Το γεγονός του χαρμόσυνου χαρακτήρα, τον οποίο είχε η εξαγγελία της Κοιμήσεως, επιβεβαιώνει και ο Θεόγνωστος δια της μαρτυρίας του ότι ο άγγελος έπέδωσε -κατά την εξαγγελία- «βραβείο» προς τη Θεοτόκο, ως απόδειξη της αληθείας των λόγων του και επιβράβευση της Θεοτόκου. Στο σημείο αυτό, η χαρά της Θεοτόκου κατά την εξαγγελία της σαρκώσεως του Κυρίου (Ευαγγελισμός) πιστοποιείται και στην αντίστοιχη εξαγγελία της Κοιμήσεως.

Ο τρόπος ελεύσεως των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα για να παραστούν στην Κοίμηση και την ταφή της Θεοτόκου δεν παρουσιάζει παραλλαγές μεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η «ροπή», δια της οποίας μεταφέρθησαν οι απόστολοι (Μόδεστος/Θεόγνωστος, ο οποίος σημειώνει ότι η δια της «ροπής» μετακίνηση των αποστόλων διήρκεσε μία ημέρα) είναι φαινόμενο συγγενές προς τη «νεφέλη» (Θεόδωρος Στουδίτης) και τη «βροντή» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως/Θεόγνωστος). Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν περί θαυματουργικού φαινομένου, διά του οποίου οι απόστολοι προέφθασαν ζωντανή τη Θεοτόκο, σύμφωνα με την επιθυμία και της ιδίας. Εκ των συγγραφέων, μόνος ο Θεόγνωστος αναφέρει ότι οι απόστολοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα όταν η Θεοτόκος είχε ήδη κοιμηθεί και εφρόντισαν μόνο για τα περί της ταφής της.

Οι παραδόσεις περί των κατά την Κοίμηση παρισταμένων δεν είναι πάντοτε ενιαίες. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως και ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης μνημονεύουν ιδιαιτέρως την παρουσία του αποστόλου Παύλου (τούτο δεν μαρτυρείται σε άλλους συγγραφείς), ο οποίος τυγχάνει ιδιαιτέρας υποδοχής και τιμής από τους υπολοίπους αποστόλους. Πρόκειται προφανώς περί παραδόσεως, η οποία δεν είχε καθολική ισχύ. Στο θέμα των παρισταμένων κατά την Κοίμηση εμπίπτει και η υπό του Ανδρέα Κρήτης μαρτυρουμένη «Διονυσιακή παράδοση», η οποία στηρίζεται επί του ψευ-Διονυσιακού έργου Περί των θείων Ονομάτων και αναφέρει παρουσία -κατά την Κοίμηση- των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου Αθηνών. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επαναλαμβάνει μεν τα υπό του Ανδρέου μαρτυρούμενα, αλλά δημιουργεί πρόβλημα με τη μνεία παρουσίας και του Τιμοθέου• και τούτο διότι ο Τιμόθεος φαίρεται -από τη Διονυσιακή παράδοση- ως αποδέκτης επιστολής εκ μέρους του Αρεοπαγίτου, στην οποία εξιστορούνται τα της Κοιμήσεως και εξαίρεται η παρουσία του Ιεροθέου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο Τιμόθεος δεν ήταν παρών κατά την Κοίμηση. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επιχειρεί, προφανώς, να εμπλουτίσει τη Διονυσιακή παράδοση του Ανδρέα Κρήτης. Εννοείται ότι η παράδοση αυτή είναι εξαιρετικά επισφαλής, εφόσον τα χρονολογικά πλαίσια της Κοιμήσεως είναι άγνωστα και η παρουσία των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου είναι προβληματική. Το γεγονός, άλλωστε, ότι πλην των Ανδρέα Κρήτης και Ισιδώρου Θεσσαλονίκης η παράδοση αυτή δεν μαρτυρείται, αποδεικνύει ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι αληθής.

Ποικίλα γεγονότα περί την Κοίμηση μαρτυρούνται σε επιμέρους συγγραφείς. Το πένθος της φύσεως κατά τη μετάβαση της Θεοτόκου στη Γεθσημανή για να προσευχηθεί, καθώς και το περιστατικό της διανομής των δύο χιτώνων υπό της Θεοτόκου στις δύο χήρες γειτόνισσες ολίγον προ της Κοιμήσεως, είναι γεγονότα τα οποία αναφέρουν μόνοι οι Ιωάννης και Ισίδωρος Θεσσαλονίκης. Αποσπασματικές είναι και οι μαρτυρίες περί του περιεχομένου των λόγων, τους οποίους απηύθυναν οι απόστολοι ενώπιον της νεκρικής κλίνης. Τόσον ο Μόδεστος όσον και ο Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρουν «χαιρετισμούς» των αποστόλων ως έξοδιαστικά εγκώμια προς τη Θεοτόκο. Αυτό, όμως, αποτελεί εξαίρεση στο σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι εν λόγω χαιρετισμοί είναι πιθανόν να απετέλεσαν λειτουργικά κείμενα, τα οποία προεβλήθησαν ως εγκώμια των ιδίων των αποστόλων. Αλλά και ως προς τη στιγμή της Κοιμήσεως, μόνος ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι ακούστηκαν «φωνές, ψόφοι και πάταγοι», παραλληλίζοντας τοιουτοτρόπως τη στιγμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού. Όλες οι παραπάνω αποσπασματικές μαρτυρίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια καθολική παράδοση περί της Κοιμήσεως, φαίνεται δε ότι είτε διετηρούντο σε επιμέρους περιοχές είτε δημιουργήθησαν -μερικώς ή ολικώς- από τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Όπως τονίσθηκε στην οικεία παράγραφο, πολλές είναι οι ιδιαιτερότητες της διηγήσεως του Ιωάννου Θεσσαλονίκης: ο φόβος της Θεοτόκου περί της μεταφοράς της ψυχής της, η ιδιαίτερη αναγγελία της Κοιμήσεώς της προς τον Ιωάννη, η προσευχητική αγρυπνία των αποστόλων και των λοιπών παρισταμένων πλησίον της κλίνης της Θεοτόκου κατά την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής της, οι παραινέσεις του Πέτρου, η παρουσία του ίδιου του Κυρίου στην οικία της Θεοτόκου για να παραλάβει την ψυχή της μητέρας του, όλα αυτά συνιστούν πτυχές των εορταζομένων γεγονότων οι οποίες δεν διεσώθησαν στην τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.

Αλλά και ως προς το θέμα του ενταφιασμού της Θεοτόκου και της επακολουθησάσης μεταστάσεώς του στους ουρανούς, οι συγγραφείς των εγκωμιαστικών λόγων δεν απηχούν καθολική παράδοση. Το γεγονός ότι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε επί τριήμερον στον τάφο και ότι η μετάστασή του διεπιστώθη από τους αποστόλους κατά τρόπο μάλλον θαυματουργικό, μαρτυρείται από τους Δαμασκηνό και Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης είναι ο μόνος, ο οποίος προσθέτει τα περί Θωμά, δηλαδή την μετά τριήμερον έλευσή του στα Ιεροσόλυμα, την απαίτηση να προσκυνήσει το ενταφιασμένο σώμα και την απουσία του σώματος, όταν ανοίχθηκε ο τάφος. Μία δεύτερη, όμως, διήγηση του Γερμανού περιπλέκει τα γεγονότα, εφόσον αναφέρει μετάσταση του σώματος της Θεοτόκου με ολόκληρη τη σινδόνα του ενταφιασμού κατά τη στιγμή της κηδεύσεως. Σύμφωνα, επομένως, με την παράδοση αυτή, η Θεοτόκος δεν ενταφιάσθηκε τελικώς και, ούτως εχόντων των γεγονότων, δεν ευσταθεί η υπό του Δαμασκηνού αναφερόμενη «Ευθυμιακή ιστορία» περί απαιτήσεως των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη τα «εντάφια σπάργανα» της Θεοτόκου.

Μέσω της ποικιλίας των μαρτυριών διαμορφώθηκε το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως. Το μνημονευθέν παραπάνω Ελληνικόν μηνολόγιον του 11ου αι. περιλαμβάνει περιληπτικώς τις περισσότερες εκ των μαρτυριών των εγκωμιαστικών λόγων: την δι' αγγέλου προαναγγελία προς τη Θεοτόκο της Κοιμήσεώς της, τη χαρά της Θεοτόκου και την προσευχή της στο όρος των ελαιών, τον εύπρεπισμό της οικίας της, τη μεταφορά των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα δια «βροντής» και «νεφελών», τον ενταφιασμό και τη μετάσταση του λειψάνου στους ουρανούς μετά από τριήμερο και αφού ο Θωμάς απήτησε να προσκηνύσει το ενταφιασμένο σώμαΤο Ελληνικόν μηνολόγιον αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό στην καταχώρηση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως στις μετέπειτα εκδόσεις των Μηναίων.
ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ

Στη μορφή, στην οποία έφθασε έως σήμερα, το «μηνολόγιο» της 15ης Αυγούστου αποτελεί αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων, τα οποία μαρτυρούνται στους μελετηθέντες εγκωμιαστικούς Λόγους επί τη Κοιμήσει της ΘεοτόκουΕντυπωσιάζει το γεγονός ότι στο εν λόγω μηνολόγιο καταχωρίζονται όλες οι λεπτομέρειες -μηδέ μιας εξαιρουμένης- των εγκωμιαστικών Λόγων, ως εάν επρόκειτο περί ενός consensus των ποικίλων μαρτυριών. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί την τελική συγχώνευση των διαφορετικών πτυχών της περί Κοιμήσεως παραδόσεως και, τοιουτοτρόπως, την τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.
 Βιβλιογραφία

1. Ιωάννης Ράμφος, «Η Κοίμηση της Θεοτόκου», 1948. 2. Ν.Π.Παπαδόπουλος, «Ο Τάφος της Παναγίας», Αθήνα 1952. 3. Μέντζος Θεοφάνης, «Τάφος της Παναγίας», Αθήνα 1955. 4. Εφ. Καθημερινή, 25 Μαρτίου 1981-Ακρόπολις 28 και 29-8-1954- «Χουριέτ» 24-12-1950-. «Τζουμχουριέτ» 9-8-1951. 5. Naci Keskin «Efes» ed. Keskin Color, Istanbul αχρονολόγητο. 6. Migne J.P. «Patrologia Graeca», 1857. 7. M. Jugie «La Mort et l’ Assomption de la Sainte Vierge dans la Tradition des cinq premiers Siecles» Echos d’ Orient τόμος 35 του 1926 αριθμοί 141,142 και 143. Η Εορτή της Κοιμήσεως
Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.
Οι περί της εορτής μαρτυρίες εκ των πανηγυρικών ή εγκωμιαστικών Ομιλιών
 ΠΗΓΕΣ
1.      ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ «ΙΣΤΟΡΙΑ»ΕΛ.
2.      Γεώργιος Φίλιας Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
3.      ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
4.      ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΦΩΤΟΘΗΚΗ
5.      ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ
6.      TALANTO.
                                                                                            

TO ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΧΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ, ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές αυτές, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της.
Πήγε τότε ο Άγγελος και της είπε: «Αυτά λέγει ο Υιός σου: είναι καιρός να παραλάβω τη μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αυτό να μην ταραχθείς, αλλά δέξου το μήνυμα με ευφροσύνη, επειδή μεταβαίνεις σε ζωή αθάνατη».

Μόλις το άκουσε η Θεοτόκος, χάρηκε πολύ και από τον πολύ πόθο της να μεταβεί στον μονογενή Υιό της, ανέβηκε με βιασύνη και προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, διότι είχε αυτή τη συνήθεια, να ανεβαίνει συχνά σ’ αυτό το όρος. Τότε ακολούθησε θαύμα παράδοξο. Όταν ανέβηκε εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφή τους τα δέντρα, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και την προσκύνησαν και έτσι έδειξαν το σεβασμό τους και τίμησαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου.

Αφού προσευχήθηκε αρκετά η Πανάχραντη, επέστρεψε στην οικία της. Άναψε φώτα πολλά, ευχαρίστησε τον Θεό και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Στη συνέχεια, ετοιμάζει όλα τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό της. Φανερώνει και στις άλλες γυναίκες τα λόγια που της είπε ο Άγγελος για της εις τους ουρανούς μετάστασή της και σαν απόδειξη των λόγων της, δείχνει το χαροποιό και νικητικό σημείο, που της έδωσε ο Άγγελος, ένα κλαδί φοίνικα.

Οι καλεσμένες γυναίκες, μόλις άκουσαν αυτό το λυπηρό μήνυμα, άρχισαν τους θρήνους και έπειτα παρακαλούσαν την Παναγία να μη τις αφήσει ορφανές. Και η Θεοτόκος τις βεβαίωσε ότι, αφού μετασταθεί στους ουρανούς, θα φυλάει όχι μόνον αυτές αλλά και όλο τον κόσμο. Με τέτοια παρηγορητικά λόγια στάματησε την υπερβολική λύπη τους.

Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ημέρα από την εμφάνιση του αγγέλου, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμησή της.

Μαζί με τους Αποστόλους ήρθε και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχες. Όλοι αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία για την οποία συνάχθηκαν αιφνιδίως και παραδόξως, έλεγαν στην Θεοτόκο: «όσο σε βλέπαμε, Δέσποινα, να ζεις και να μένεις στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου. Επειδή όμως τώρα με τη βουλή του Υιού σου και Θεού μεταβαίνεις στα ουράνια, γι’ αυτό καθώς βλέπεις θρηνούμε και δακρύζουμε, αν και από την άλλη χαιρόμαστε για όσα θαυμαστά σου έγιναν». Τότε η Θεοτόκος τους αποκρίθηκε: «Μαθητές του Υιού μου και Θεού, μην κάνετε πένθος και λύπη τη χαρά μου».

Όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια φτάνει και ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος, την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής, διότι αν και δεν έζησα σωματικώς κοντά στον Υιό σου, βλέποντας όμως εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».

Μετά αποχαιρετά όλους, ξαπλώνει πάνω στο νεκροκρέββατο, σταύρωσε τα χέρια της, προσφέρει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της για τη σύσταση και την ειρήνη όλου του κόσμου, γεμίζει τους Αποστόλους και ιεράρχες από την ευλογία του Υιού της που δίνεται απ’ αυτήν στους ανθρώπους, και έτσι αφήνει στα χέρια του Υιού της και Θεού την ολόφωτη και παναγία ψυχή της.

Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος άρχισε να λέει στην Θεοτόκο επιτάφια εγκώμια, ενώ οι άλλοι Απόστολοι σήκωσαν το νεκροκρέβατο. Άλλοι προπορεύονταν βαστάζοντας λαμπάδες και ψάλλοντας ύμνους και άλλοι ακολουθούσαν ως το τάφο το σώμα της Θεομήτορος. Ακούγονταν και Άγγελοι από τον ουρανό που έψαλλαν και γέμιζαν τον αέρα οι μελωδίες τους.

Όλα αυτά μην υποφέροντας να βλέπουν και να ακούν οι άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησαν κάποιους από το λαό και τους έπεισαν να παρεμποδίσουν την πομπή. Όμως η θεία δίκη πρόφτασε και παίδεψε τους τολμήσαντας με το να τους τυφλώσει.

Έπειτα οι έφτασαν οι Απόστολοι στη Γεσθημανή, ενταφίασαν το πάναγνο σώμα της Θεοτόκου και περίμεναν εκεί τρεις μέρες ακούγοντας ακαταπαύστως σε όλο αυτό το διάστημα τους ύμνους και τις μελωδίες των αγίων Αγγέλων.

Μετά από τρεις ημέρες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Και βέβαια όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής».
 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ ...………..2010μ.Χ.

Ο Πανάγιος Τάφος (Το κουβούκλιο του

Ο Πανάγιος Τάφος (Το κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου κατασκευάστηκε το 1810 από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Κομνηνό το Μυτιληναίο)

Selected for Google Maps and Google Earth

Άγιο Φως! Το Μέγα θαύμα της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ

Άλλοι θα πάρουν την φλόγα και θα την πάνε στα σπίτια τους, άλλοι θα ανάψουν με αυτή τη φλόγα τις καρδιές τους, άλλοι με αυτή τη φλόγα θα πυρπολήσουν τις αμαρτίες τους. Ένα είναι γεγονός, ότι η πίστη μας είναι η μοναδική αλήθεια, αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, αλήθεια που δεν φωτίζει μόνο, αλλά αλήθεια που σώζει.  ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ


 Το Μέγα Θαύμα της Ανάστασης επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου με την αφή του Αγίου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο.
 Πριν από την ιερή τελετή, οι Iσραηλινές αρχές ερευνούν σχολαστικά τον Πανάγιο Τάφο για να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει κρυμμένος αναπτήρας, σπίρτα ή κάποιο άλλο μέσο που μπορεί να μεταδώσει φωτιά. Μόλις ο έλεγχος ολοκληρωθεί, οι μοναχοί του Πανάγιου Τάφου σφραγίζουν την πόρτα με μελισσοκέρι.
 Στις 12 το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου ξεκινάει η ιερουργία. Ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, συνοδευόμενος από αρχιερείς, ιερείς και διακόνους, μπαίνει στον Ναό της Αναστάσεως και κάθεται στον πατριαρχικό θρόνο.
 Ο πολιτικός διοικητής της Ιερουσαλήμ και ο

αστυνομικός διευθυντής ελέγχουν τον Πατριάρχη, ο οποίος βγάζει τα αρχιερατικά άμφιά του και μένει με το στιχάριο. Αφού διαπιστωθεί ότι δεν έχει μαζί του κάποιο μέσο μετάδοσης φωτιάς, αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο Πατριάρχης εισέρχεται με τους σβηστούς πυρσούς - δυο δέσμες 33 κεριών, όσα και τα χρόνια του Χριστού.
 Σε ολόκληρο τον Ιερό Ναό της Αναστάσεως δεν υπάρχει ούτε ένα κερί, ούτε ένα καντήλι αναμμένο. Οι πιστοί περιμένουν την αφή του Αγίου Φωτός. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης προσεύχεται μέσα στον Πανάγιο Τάφο.
 «Δεύτε λάβετε Φως»
 Όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων βγει από το Κουβούκλιο, μεταδίδει το Άγιο Φως στους πιστούς, ενώ οι καμπάνες του Ναού της Αναστάσεως ηχούν χαρμόσυνα. Μέσα στο κλίμα του γενικότερου ενθουσιασμού, πολλοί βλέπουν να ανάβουν καντήλια, άλλοι πύρινες σφαίρες να στριφογυρίζουν μέσα στον Ναό της Αναστάσεως, ενώ κάποιοι «χαϊδεύουν» τη φλόγα που σύμφωνα με την παράδοση τα πρώτα δευτερόλεπτα «δεν καίει». Για άλλη μια χρονιά το Θαύμα της Αφής του Αγίου Φωτός έχει συντελεσθεί. Μια παράδοση που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη.
 Από τα Ιεροσόλυμα το Φως θα ταξιδέψει με ειδικές πτήσεις στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορθόδοξες χώρες, όπου θα το υποδεχθούν με «τιμές αρχηγού κράτους».


Υ.Γ
  Άλλοι θα πάρουν την φλόγα και θα την πάνε στα σπίτια τους, άλλοι θα ανάψουν με αυτή τη φλόγα τις καρδιές τους, άλλοι με αυτή τη φλόγα θα πυρπολήσουν τις αμαρτίες τους. Ένα είναι γεγονός, ότι η πίστη μας είναι η μοναδική αλήθεια, αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, αλήθεια που δεν φωτίζει μόνο, αλλά αλήθεια που σώζει.

                                                                         ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

psigmataorthodoxias.blogspot.gr/

Ὁ Πανάγιος Τάφος

παναγιος ταφος 2

Ὁ Πανάγιος Τάφος

Στην καρδιά πραγματικά του Ναού της Αναστάσεως βρίσκεται ο Πανάγιος Τάφος, το «καινόν μνημείον» που μένοντας «κενόν» από την Ανάσταση του Κυρίου άλλαξε την παγκόσμια ιστορία και την πορεία της ανθρωπότητος. Η στιγμή κατά την οποία ο προσκυνητής βρίσκεται ενώπιον του Ιερό που Κουβουκλίου είναι, από πολλές πλευρές, η συγκλονιστικότερη της πνευματικής ζωής, αλλά και της ίδια της ύπαρξης, του χριστιανού.
Α. Γενικά ιστορικά στοιχεία
Δυτικά του Καθολικού της Αναστάσεως, κάτω από τον μεγάλο τρούλο του Ναού, βρίσκεται το Ιερό Κουβούκλιο, επί του Τάφου του Κυρίου. Πρόκειται για τον Πανάγιο Τάφο, το προσκυνηματικό κέντρο του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως, και τον πόθο κάθε χριστιανού, που επιθυμεί να βρεθεί, να προσκυνήσει και να προσευχηθεί στο σημείο αυτό, όπου το φως του Χριστού νίκησε το σκοτάδι της πτώσεως, της φθοράς και του θανάτου. Την σημερινή του μορφή, αυτήν που βλέπει ο προσκυνητής, έλαβε το 1810, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1808, ο ιερός όμως αυτός τόπος πήρε πολλές μορφές, και δέχτηκε πολλές και διαφορετικές διαμορφώσεις, στο πέρασμα των είκοσι αιώνων από τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Ιησού. Ο αρχικός Τάφος, σύμφωνα με τις ευαγγελικές αναφορές, ήταν ένα λαξευτό σε βράχο τυπικό ιουδαϊκό μνημείο της εποχής, όπως όμως προαναφέρθηκε, μετά την αποκάλυψη του από την αγία Ελένη λαξεύθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μείνει ανεξάρτητο από την βραχώδη πλαγιά στην οποία αρχικά ανήκε, και η οποία ισοπεδώθηκε, ώστε να διευκολυνθεί η ανέγερση των θρησκευτικών μνημείων και των ναϊκών κτισμάτων που ανεργήθηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ο Ευσέβιος Καισάρειας αναφέρει τους ωραίους κίονες με τους οποίους είχε διακοσμηθεί ο Πανάγιος Τάφος, κατά την κωνσταντίνεια περίοδο, ενώ η προσκυνήτρα Αιθερία, στο Οδοιπορικό της περιγράφει τον Τάφο ως ευρισκόμενο μέσα σε άλλο κλειστό προστατευτικό οικοδόμημα. Σύμφωνα με άλλες, μεταγενέστερες πηγές, ο Πανάγιος Τάφος αρχικά ήταν ελεύθερος, έφερε όμως οκταγωνική επίστεψη, την οποία είχαν διαμορφώσει οι λιθοξόοι που λάξευσαν τον αρχικό βράχο της πλάγιας.
Ως και την καταστροφή του Ναού από τον Άλ Χακήμ, την περίοδο 1009-1012, ο Πανάγιος Τάφος πρέπει να είχε διατηρήσει τη μορφή που περιγράφουν πηγές του 6ου και του 7ου αιώνα: βρισκόταν στο μέσον μεγάλου πλατώματος, και ήταν λαξευμένος σε μονόλιθο γύρω από τον οποίο είχε χτιστεί δακτυλιόσχημος τοίχος, ενώ πάνω του είχε κατασκευαστεί ένα είδος κιβωρίου, το οποίο στήριζαν περίτεχνοι κιονίσκοι. Με την καταστροφή της κατακτήσεως των αρχών του 11ου αιώνα, που προαναφέρθηκε, ο βράχος ισοπεδώθηκε και το κιβώριο καταστράφηκε. Έτσι, στην ανακαίνιση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, το χρονικό διάστημα 1042-1048, γύρω από τον Πανάγιο Τάφο χτίστηκε επίμηκες οικοδόμημα, το οποίο στα δυτικά είχε την μορφή πολυγωνικού ημικυκλίου, και περιβαλλόταν από κιονίσκους, που είχαν προσκολληθεί στους κλειστούς τοίχους.
Η πυρκαγιά του 1808 κατέστρεψε την παλαιότερη κατασκευή που προστάτευε τον Τάφο, ώστε κατά την επίσκεψη του Ναού που ακολούθησε, με κοινή οικονομική συνεισφορά ολοκλήρου του Γένους, το μνημείο να δειχτεί επένδυση με πλάκες τοπικού ερυθρόλευκου λίθου, λαμβάνοντας την μορφή του Ιερού Κουβουκλίου, την οποία σήμερα βλέπει ο προσκυνητής, στο δυτικό μέρος της Ροτόντας. Έτσι, οι Έλληνες Ορθόδοξοι, δηλαδή η Αγιοταφιτική Αδελφότητα και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, αποτελούν ιστορικά τους μόνους και αποκλειστικούς ανακαινιστές, αλλά και τους ουσιαστικούς και δικαιωματικούς κατόχους και κυριάρχους του ιερού αυτού προσκυνήματος, γεγονός που επισημαίνεται και από την παρουσία Ελληνορθόδοξου φύλακα του Παναγίου Τάφου στην είσοδο του Ιερού Κουβουκλίου, που πάντοτε ρυθμίζει τα της εισόδου των προσκυνητών, και φροντίζει για την άσκηση των δικαιωμάτων της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος και την απαρέγκλιτη τήρηση των όρων του ισχύοντος προσκυνηματικού καθεστώτος.
ιερο κουβουκλιο
Β. Το Ιερόν Κουβούκλιον εξωτερικά            
Μία από τις πολλές επιγραφές του μνημείου, χαραγμένου στην πρόσοψη, μας πληροφορεί για την επισκευή που έδωσε την σημερινή του μορφή στον Πανάγιο Τάφο:
ΑΝΩΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ ΟΛΟΝ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΔΙ ΕΛΕΟΥΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΩΙ’ :ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΝ.
Τα κύρια διακοσμητικά στοιχεία των εξωτερικών πλευρών του Ιερού Κουβουκλίου είναι οι κιονίσκοι, οι ψευδοπεσσοί και οι αψίδες που τους επιστέφουν, ενώ πλούσιος και μοναδικός είναι ο γενικότερος γλυπτός διάκοσμος του μνημείου, τόσο εσωτερικά. Όσο και εξωτερικά. Στο κατώφλι μάλιστα της μοναδικής θύρας υπάρχει επιγραφή με το όνομα του προικισμένου αρχιτέκτονα της εποχής, ο ποίος σχεδίασε και κατασκεύασε το Ιερό Κουβούκλιο:
ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ Χ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΚΑΛΦΑ ΑΩΙ᾿ .
Η μοναδική είσοδος του Κουβουκλίου υπάρχει στην ανατολική πλευρά του. Η παλαιότερη ξύλινη και διακοσμημένη με σεντέφι θύρα της εισόδου διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1808, και φυλάσσεται σήμερα στο Πατριαρχικό Μουσείο. Η θύρα που τώρα κλείνει την είσοδο του Κουβουκλίου έχει περίτεχνα αργυρά ρόπτρα, στα οποία έχουν χαραχτεί οι εξής επιγραφές: ΣΤΑ ΔΕΞΙΑ ΚΥΡΙΕ ΑΝΟΙΞΟΝ ΗΜΙΝ ΤΗΝ ΘΥΡΑΝ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΣΟΥ-στα αριστερά: ΚΑΙ ΕΠΙΒΛΕΨΟΥΝ ΕΞ ΑΓΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ ΣΟΥ.
 Στην πρόσοψη του Κουβουκλίου έχουν τοποθετηθεί τέσσερις στρεπτοί μονολιθικοί πορφυρόλευκοι κιονίσκοι, που καταλήγουν σε κιονόκρανα κορινθιακού τύπου. Πάνω από την είσοδο υπάρχει ανάγλυφη η παράσταση της Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία φέρει νεότερη αργυρεπίχρυση επένδυση. Πάνω από την παράσταση, υπάρχει χαραγμένη, σε ανοιχτό ειλητάριο, η ακόλουθη επιγραφή: ΤΩ ΖΩΟΔΟΧΩ ΣΟΥ ΤΑΦΩ ΠΑΡΕΣΤΩΤΕΣ ΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝ ΤΗ ΑΦΑΤΩ ΣΟΥ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ, ενώ σε ανάλογο μικρότερο ειλητάριο, στο κάτω μέρος της παράστασης, αναγράφεται: ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΕΑΣΑΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ ΑΓΙΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ.
Μπροστά στην παράσταση της Αναστάσεως κρέμονται δώδεκα αργυρές ακοίμητες κανδήλες, οι οποίες καίνε με μέριμνα των Ορθοδόξων, δηλαδή της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Στους Ορθοδόξους επίσης ανήκει η μεγάλη κανδήλα που κρέμεται και καίει μπροστά στο Ιερό Κουβούκλιο. Επίσης, εκατέρωθεν της εισόδου υπάρχουν μεγάλα και περίτεχνα μανουάλια, με την ακόλουθη εγχάρακτη επιγραφή:
ΚΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΩ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ, που φανερώνει και τη συνολική κυριότητα των Ελλήνων Ορθοδόξων πάνω στο ιερό αυτό προσκύνημα της χριστιανοσύνης. Συνολικά, εκατέρωθεν της εισόδου, υπάρχουν δώδεκα μανουάλια, έξι μεγάλα και έξι μικρότερα, που ανήκουν ισοκατανεμημένα τόσο στους Ορθοδόξους, όσο και στους Λατίνους και στους Αρμένιους. Στο μέσον της προσόψεως, και πάνω από τις κανδήλες, δυο άγγελοι βαστάζουν βασιλικό στέμμα, ενώ εκατέρωθεν, μέσα σε ορθογώνια χαραγμένα πλαίσια, υπάρχουν οι ακόλουθες επιγραφές: ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟ ΖΩΟΔΟΧΩΝ ΜΝΗΜΑ ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΩΜΕΝ. ΤΕΘΑΠΤΑΙ ΓΑΡ ΕΝ ΣΟΙ ΚΑΙ ΕΓΗΓΕΡΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ ΟΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΤΗΝ ΕΓΕΡΣΙΝ ΑΘΕΤΗΣΑΝΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣΕΛΘΟΝΤΕΣ ΜΝΗΜΑ ΔΙΔΑΧΘΗΤΕ ΟΤΙ ΝΕΝΕΚΡΩΤΑΙ ΚΑΙ ΕΓΗΓΕΡΤΑΙ ΠΑΛΙΝ Η ΣΑΡΞ ΤΟΥ ΖΩΟΔΟΤΟΥ ΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΙΝ ΕΣΧΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΝ ΕΛΠΙΖΟΜΕΝ. Στην αντίστοιχη θέση των υπολοίπων τριών πλευρών του Κουβουκλίου υπάρχουν λαξευμένα ορθογώνια πλαίσια, στα οποία έχει χαραχτεί η εξής επιγραφή: ΑΙΝΕΣΑΤΩΣΑΝ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΛΑΟΙ ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΔΙ ΗΜΑΣ ΣΤΑΥΡΟΝ ΥΠΟΜΕΙΝΑΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝ ΤΩ ΑΔΗ ΤΡΙΗΜΕΡΕΥΣΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΤΩΣΑΝ ΑΥΤΟΥ ΤΗΝ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΔΙ ΗΣ ΠΕΦΩΤΙΣΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙ ΗΣ ΠΕΦΩΤΙΣΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΕΡΑΤΑ. Κοντά σε αυτές, υπάρχουν και οι ακόλουθες αφιερωματικές ενθυμήσεις χαραγμένες εδώ: ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΣΟΥ Χ. ΛΑΖΑΡΟΥ ΔΟΥΒΑΡΤΖΗ ΥΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΠΟ ΧΩΡΙΟΥ ΛΟΥΒΡΟΥΚΟΥΛΟΥΜΟΓΛΟΥ Χ. ΣΟΥΒΑΤΖΗ ΚΑΙ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΤΑΣΤΗΠΑΣΗ ΑΝΤΩΝΟΓΛΟΥ Χ. ΠΟΤΟΣ ΑΠΟ ΧΩΡΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΑΦΑΝΟΥ Χ. ΗΛΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ […], που αποτελούν μνείες και για τους υπόλοιπους τεχνίτες και μαστόρους που εργάστηκαν στην ανοικοδόμηση του Ιερού Κουβουκλίου.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στην πρόσοψη του Ιερού Κουβουκλίου έχουν γίνει μεταγενεστέρως προσθήκες, τόσο από τους Λατίνους, όσο και από τους Αρμενίους. Οι πρώτοι έχουν τοποθετήσει μεγάλη ελαιογραφία της Αναστάσεως πάνω από την ανάγλυφη εικόνα που προαναφέρθηκε, και οι δεύτεροι έχουν τοποθετήσει ανάλογη παράσταση από κάτω. Μπροστά τους μάλιστα καίνε επτά μεγάλες κανδήλες των Λατίνων, και δώδεκα μικρότερες των Αρμενίων, ώστε αλλοιώνεται η αρχική αισθητική εντύπωση του κτίσματος, και να καλύπτεται και μέρος των παλαιοτέρων ελληνικών επιγραφών.
Στην κορυφή του Κουβουκλίου υπάρχει στηθαίο, με μικρούς λίθινους πεσσούς και κιονίσκους, στο ύψος δε αυτό, και στο κέντρο δε της προσόψεως έχει σκαλιστεί ανάγλυφος οφθαλμός, πάνω σε μεγάλο ανθέμιο. Στην βάση του στηθαίου υπάρχει στεφάνη, την οποία διαμορφώνουν τα επίκρανα των ψευδοπεσσών της ορθομαρμάρωσης. Πάνω από το Ιερό Κουβούκλιο έχει κατασκευαστεί μολύβδινος τρούλος διπλής καμπυλότητας, που στηρίζεται σε στηθαίο από κιονίσκους και πεσσούς. Το στηθαίο αυτό εδράζεται, και πάλι, σε μεγάλη αψιδωτή στεφάνη, ενώ όλα τα διακοσμητικά στοιχεία των εξωτερικών πλευρών του ναόσχημου Ιερού Κουβουκλίου διακρίνονται και την εξαίρετη ποιότητα της κατασκευής τους.
Ο ΤΙΜΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΠΟΥ ΕΚΛΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Γ. Στο εσωτερικό του Ιερού Κουβουκλίου: ο άγιος Λίθος
Το εσωτερικό του Κουβουκλίου διαιρείται σε δυο μέρη. Ο προθάλαμος του αρχικού ταφικού μνημείου ονομάζεται άγιος Λίθος ή παρεκκλήσιο του Αγγέλου. Εδώ, στο κέντρο του θαλάμου, μέσα σε μαρμάρινη θήκη που εδράζεται σε μικρή τετράγωνη λίθινη τράπεζα σώζεται τμήμα του λίθου, πάνω στον οποίο, κατά την ευαγγελική διήγηση, καθόταν ο Άγγελος που ανήγγειλε στις Μυροφόρες την Ανάσταση του Κυρίου. Γύρω από τις τέσσερις πλευρές της θήκης ξετυλίγεται η ακόλουθη επιγραφή:
ΑΓΓΕΛΟΣ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΚΑΤΑΒΑΣ/ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΠΕΚΥΛΙΣΕ/ΤΟΝ ΛΙΘΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ/ΘΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ.
Η οροφή του θαλάμου φέρει θολίσκο, με οποίο για την επίτευξη του εξαερισμού του χώρου. Από αυτήν κρέμονται δεκαπέντε κανδήλες, από τις οποίες πέντε ανήκουν στους Ορθοδόξους, πέντε στους Λατίνους, τέσσερις στους Αρμενίους και μια από τους Κόπτες. Οι τοίχοι του θαλάμου φέρουν περίτεχνη ορθομαρμάρωση, ενώ το δάπεδο καλύπτεται από μαρμαροθετήματα, κατασκευασμένα από κομμάτια μαρμάρων διαφορετικών χρωμάτων. Εδώ, και επί της θήκης του αγίου Λίθου, τελείται κάθε βράδυ θεία λειτουργία από τους Ορθοδόξους, για τους πολυπληθείς προσκυνητές, την οποία τελούν επίσκοποι και ιερείς από τις ομάδες των προσκυνητών, αλλά και αρχιερείς της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας ο Πανάγιος Τάφος χρησιμοποιείται ως αγία Πρόθεση, και ο άγιος Λίθος ως αγία Τράπεζα, αφού προστεθεί γύρω του μικρή φορητή τραπεζόσχημη ειδική κατασκευή, ώστε να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος χώρος για την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.
Στους τοίχους του θαλάμου υπάρχουν δυο ωοειδείς οπές, από τις οποίες μεταδίδεται το Άγιο Φως μετά την θαυματουργική αφή του , το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Η θύρα που οδηγεί προς τον θάλαμο του Παναγίου Τάφου είναι χαμηλή, και φέρει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Στο πάνω μέρος της έχουν σκαλιστεί ο Λίθος και οι Μυροφόρες, αριστερά, αλλά και ο αρχάγγελος Γαβριήλ, δεξιά, ενώ τα πρόσωπα ταυτίζουν οι ακόλουθες επιγραφές: ΜΑΡΙΑ ΙΑΚ(ΩΒΟΥ)/ΣΑΛΩ(ΜΗ)/ΜΑΡ(ΙΑ) ΜΑΓΔ(ΑΛΗΝΗ) Ο ΑΡΧΑΓ(ΓΕΛΟΣ) ΓΑΒΡ(ΙΗΛ), και την όλη παράσταση συνοδεύει και επεξηγεί η εξής επιγραφή, πους έχει χαραχτεί σε πτυχωτή ταινία: ΜΥΡΟΦΟΡΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΕΝ ΝΕΚΡΟΙΣ; ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ.
Πάνω από τις παραστάσεις αυτές έχει φιλοτεχνηθεί η εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού, και πάνω της έχουν σκαλιστεί δύο σαλπίζοντες άγγελοι, με ενεπίγραφο ειλητάριο, όπου διαβάζονται τα ακόλουθα: ΔΕΥΤΕ ΙΔΕΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΟΠΟΥ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Από την είσοδο αυτή ο προσκυνητής εισέρχεται στον καθαυτό νεκρικό θάλαμο, τον Πανάγιο Τάφο.
 ζωοδοχος ταφος
Δ. Ο Πανάγιος και Ζωοδόχος Τάφος
Ο δεύτερος χώρος του Ιερού Κουβουκλίου αποτελείται από ένα λαξευμένο στο βράχο ορθογώνιο θάλαμο, τα τοιχώματα του οποίου έχουν καλυφθεί από ορθομαρμάρωση. Το καθαυτό σημείο όπου είχε εναποτεθεί το πανάχραντο και ακήρατο σώμα του Δεσπότου βρίσκεται στο βόρειο μέρος του θαλάμου, και έχει καλυφθεί, στην κυρία και στην πάνω πλευρά του από πλάκες λευκού μαρμάρου. Στον τοίχο πάνω του υπάρχει ανάγλυφη η παράσταση της Αναστάσεως. Ο αναστάς Κύριος πλαισιώνεται από δυο αγγέλους στη βάση και δυο πάνω, που κρατούν στέμμα, ενώ εκατέρωθεν υπάρχει η ακόλουθη εγχάρακτη επιγραφή: ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΙΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΝΑΖΑΡΗΝΟΝ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΝ;ΗΓΕΡΘΗ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ. ΙΔΕ Ο ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΕΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟ.
Στον Πανάγιο Τάφο καίνε διαρκώς λαμπάδες και σαράντα τρείς ακοίμητες κανδήλες. Από αυτές δεκατρείς είναι των Ορθοδόξων, δεκατρείς των Λατίνων, δεκατρείς των Αρμενίων και τέσσερις των Κοπτών. Επίσης, συναπτόμενο στο δυτικό τμήμα του Ιερού Κουβουκλίου, εξωτερικά, υπάρχει παρεκκλήσιο των Κοπτών, ενώ στον Πανάγιο Τάφο λειτουργούν και οι Λατίνοι. Παρά το γεγονός ότι στο Ιερό Κουβούκλιο και στον Πανάγιο Τάφο έχουν δικαιώματα όλες οι ομολογίες, κυρίαρχη παραμένει η θέση των Ορθοδόξων, και πρωταγωνιστικός ρόλος της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, στην τέλεση της θείας λατρείας στο ιερότερο μνημείο της χριστιανοσύνης, σύμφωνα και με όσα παραπάνω αναλυτικά και λεπτομερώς εκτέθηκαν.
Το πάνω μέρος του θαλάμου καλύπτει μαρμάρινο γείσο, επί του οποίου στηρίζεται ζωφόρος, με εγχάρακτο το ακόλουθο τροπάριο του όρθρου της πασχαλινής θείας λειτουργίας: ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΣΩΤΗΡ ΑΓΓΕΛΟΙ ΥΜΝΟΥΣΙΝ ΕΝ ΟΥΡΑΝΟΙΣ ΚΑΙ ΗΜΑΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙ ΓΗΣ ΚΑΤΑΞΙΩΣΟΝ ΕΝ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΡΔΙΑ ΣΕ ΔΟΞΑΖΕΙΝ. Οι Λατίνοι έχον τοποθετήσει την δική τους ανάγλυφη εικόνα της Αναστάσεως δίπλα στην εικόνα των Ορθοδόξων που προαναφέρθηκε, και οι Αρμένιοι έχουν εγκαταστήσει, από την άλλη πλευρά της ίδιας εικόνας, μια δική τους ελαιογραφία.
Στο ψηλότερο σημείο του θόλου υπάρχει εγχάρακτο το εξής τροπάριο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: ΩΣ ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΣ ΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΣΤΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΝΑΔΕΔΕΙΚΤΑΙ ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΟΣ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΤΑΦΟΣ ΣΟΥ Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ.  Τέλος, πάνω από την είσοδο, ο αρχιτέκτονας του Ιερού Κουβουκλίου έχει χαράξει την σφραγίδα του, που ταυτοχρόνως αποτελεί και την προσωπική του δέηση: ΑΩΙ’ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΚΑΛΦΑ Χ: ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ.