Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου
αἰῶνος, στὴν Ἀλεξάνδρεια, συνδέθηκε ὅμως ἄρρηκτα μὲ τὸ Θεοβάδιστον Ὅρος
Σινᾶ, μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἐναπόθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου της στὴν ὑψηλότερη
κορυφὴ τῆς Σιναϊτικῆς Χερσονήσου καὶ τὴν μεταφορά του ἀργότερα στὴν
Μονὴ τοῦ Σινᾶ.
Γιὰ τὴν ἔνδοξη Ἁγία διεσώθησαν
«μαρτύρια», ἐγκωμιαστικοὶ λόγοι, συναξαριακὲς διηγήσεις, ἀσματικοὶ
κανόνες καὶ ποιητικὲς συνθέσεις, ποὺ ἐξιστοροῦν τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό
της καὶ ἔχουν ἀποτελέσει τὸ ἀντικείμενο συστηματικῆς μελέτης τῶν
ἐπιστημόνων ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα ἕως σήμερα.
Στὸ παρελθὸν διατυπώθηκε μεταξὺ ἄλλων ἡ ὑπόθεση ὅτι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας στὸ ἔργο του Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (4ος
αἰ.), ἂν καὶ ἀνώνυμη, ἀφορᾶ τὴν ἁγία Αἰκατερίνα, κάτι ποὺ ἐνδεχομένως
ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχαιότερη σωζόμενη μαρτυρία γιὰ τὴν Ἁγία.[1]
Ἡ παλαιότερη σαφὴς ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό της παραμένει ὣς τώρα ἡ
λεπτομερὴς ἐξιστόρηση τῶν δραματικῶν γεγονότων τοῦ βίου της, ὅπως
περιέχεται στὸ κείμενο τοῦ Μαρτυρίου της, ἔργο ἀνωνύμου συγγραφέως τοῦ
τέλους τοῦ 6ου ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ 7ου αἰῶνος (σύμφωνα μὲ τὸν J. Viteau, 1897).
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ ἀνωνύμου
Μαρτυρίου, ἡ νεαρὰ κόρη τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐπιφανὴς γιὰ τὴν ἀπαράμιλλη
ὀμορφιά της, τὴν ἀριστοκρατικὴ καταγωγὴ καὶ τὸν πλοῦτο της, διακρινόταν
κατ᾿ ἐξοχὴν γιὰ τὴν σοφία της, καθὼς εἶχε διδαχθεῖ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες
τῆς ἐποχῆς (ρητορική, ποίηση, μουσική, φυσική, μαθηματικά, ἀστρονομία,
ἰατρική) καὶ τὶς φιλοσοφικὲς ἰδέες τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ κατεῖχε εἰς
βάθος τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Κατὰ τὸν σκληρὸ διωγμὸ ποὺ κίνησε κατὰ
τῶν χριστιανῶν ὁ Μαξιμῖνος, Καίσαρας ἀρχικὰ καὶ Αὔγουστος τῆς Ἀνατολῆς
στὴν συνέχεια, καὶ κατὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ ὑπήκοοι διετάχθησαν νὰ
προσφέρουν θυσίες στὰ εἴδωλα ὡς ἔνδειξη νομιμοφροσύνης στὴν ἀρχαία
θρησκεία καὶ τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, ἡ Αἰκατερίνα δὲν μπόρεσε νὰ ἀνεχθεῖ
τόσες ψυχὲς νὰ παραδίδονται στὴν ἀπώλεια καὶ χριστιανοὶ νὰ προδίδουν ἀπὸ
φόβο τὴν πίστη τους. Θέτοντας σὲ δεύτερη μοῖρα τὴν καταγωγή, τὴν
παιδεία καὶ τὸν πλοῦτο της, παρουσιάστηκε στὸν Μαξιμῖνο ἐλέγχοντας τὸν
γιὰ τὴν ἀφροσύνη του. Ὁ ἡγεμών, ἀποτυγχάνοντας νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει
στὰ εἴδωλα, ἀνέθεσε σὲ πενήντα διακεκριμένους ρήτορες νὰ τὴν
ἀντιμετωπίσουν διαλεκτικά. Ἡ Αἰκατερίνα, πλήρης θείας σοφίας καὶ
ἀντλώντας ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, εἵλκυσε τοὺς
ρήτορες στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ
Μαξιμίνου καὶ τὴν θανάτωση τῶν ρητόρων στὴν πυρά. Ἀνάλογη τύχη ἐπεφύλαξε
τελικὰ ὁ ἡγεμὼν καὶ στὴν σύζυγό του, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἁγία κρυφὰ
στὴν φυλακή, καθὼς καὶ σὲ ἄλλους ἀξιωματούχους ποὺ μὲ τὸ ἔνθεο
παράδειγμα τῆς Αἰκατερίνης πίστεψαν στὸν Χριστό. Παράλληλα, ὁ θυμὸς τοῦ
ἡγεμόνος γιὰ τὴν ὑπαίτια τῶν ἀπροβλέπτων αὐτῶν ἐξελίξεων, εἶχε σὰν
ἀποτέλεσμα νὰ ὑποβληθεῖ ἡ Ἁγία σὲ πλῆθος βασανιστηρίων, μεταξύ τῶν
ὁποίων καὶ αὐτὸ τοῦ φρικαλέου τροχοῦ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἐνισχυμένη μὲ τὴν
δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἐξῆλθε ἀβλαβής. Ὁ Μαξιμῖνος, καθὼς τὰ γεγονότα εἶχαν
λάβει δυσάρεστη τροπὴ γι᾿ αὐτόν, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό της. Ἡ
Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη της τὴν 25η Νοεμβρίου.
Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΟ ΣΙΝΑ
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ τέλος
τοῦ Μαρτυρίου, τὸ πολύαθλο σῶμα τῆς Μάρτυρος μετεφέρθη μὲ θαυμαστὸ
τρόπο ἀπὸ Ἀγγέλους στὸ ὄρος Σινᾶ. Ὁ Σιναΐτης Νεκτάριος ὁ Κρὴς καὶ
μετέπειτα Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας,
1670) καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς προσκυνηταρίων ἀναφέρουν ὅτι τὸ Λείψανο τῆς
Ἁγίας φυλασσόταν ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψηλοτέρου ὅρους τοῦ
Νοτίου Σινᾶ, ποὺ ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομά της[2]. Μετὰ τὸ κτίσιμο τῆς ἰουστινιάνειας Μονῆς, τὸ ἱερὸ λείψανο μετεφέρθη ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς στὸ Καθολικό.
Γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες, τὸ σκήνωμα τῆς
Ἁγίας τοποθετήθηκε σὲ περίτεχνη μαρμάρινη λάρνακα μὲ εἰδικὴ βάθυνση στὸ
ἐσωτερικό της γιὰ τὴν συλλογὴ τοῦ μύρου ποὺ ἀνέβλυζε ἀδιαλείπτως. Στὰ
τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος μετεφέρθη σὲ νεώτερη λάρνακα μὲ κιβώριο,
κατασκευασμένη ἀπὸ παλαιοχριστιανικὰ θωράκια, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στὴν
Νότια πλευρὰ τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ. Εἶναι ἔργο τοῦ ὀνομαστοῦ
λιθοξόου καὶ Σκευοφύλακος τῆς Μονῆς Προκοπίου Καισαρειώτου, ὁ ὁποῖος
«ἀνάλωσε ἐννέα χρόνων ἐπιτηδειότητα» γιὰ τὴν διαμόρφωσή της. Στὸν χῶρο
τοῦ Ἁγίου Βήματος ἀπόκεινται ἄλλες δύο λάρνακες, οἱ ὁποῖες ἔχουν δωρηθεῖ
στὴν Μονὴ ἀπὸ τὴν Ρωσσία. Σύμφωνα μὲ παλαιὸ ἔθιμο, οἱ προσκυνητὲς
λαμβάνουν ὡς εὐλογία τὸ ἀργυρὸ δακτυλίδι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, εἰς
ἀνάμνησιν τοῦ δακτυλιδίου ποὺ δώρησε ὁ Χριστὸς στὴν ἴδια. Τὸ δακτυλίδι
αὐτὸ συμβολίζει τὸν πνευματικὸ ἀρραβῶνα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι
ἁγιασμένο στὰ ἱερὰ Λείψανα τῆς Ἁγίας.
ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Μετὰ τὴν ἐναπόθεση στὴν Μονὴ τοῦ
σκηνώματος τῆς Ἁγίας, ἀκολούθησε ἡ εὐρεῖα διάδοση τῆς τιμῆς της σὲ ὅλο
τὸν χριστιανικὸ κόσμο, ἡ συγγραφὴ τοῦ ἀσματικοῦ κανόνος πρὸς τιμήν της
στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σύνταξη τοῦ «ἐπισήμου» βίου της
ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστή καὶ οἱ σχετικὲς συναξαριακὲς
ἀναφορές, μὲ ἀρχαιότερη σωζόμενη ἐκείνη τοῦ Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου τοῦ
10ου αἰῶνος.
Στὴν Δύση ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ καὶ ἡ
πολιοῦχος της ἁγία Αἰκατερίνα, ἔγιναν πιὸ γνωστὲς ἀφ᾿ ὅτου ὁ ἅγιος
Συμεὼν ὁ Πεντάγλωσσος μετέφερε λείψανα τῆς Ἁγίας στὴν Rouen τῆς Γαλλίας
καὶ στὴν Treves τῆς Γερμανίας, λίγο πρὶν τὸ ἔτος 1035.
Σὺν τῷ χρόνῳ, ἡ λαοφιλὴς ἁγία Αἰκατερίνα
κατέστη πολιοῦχος τῆς Μονῆς, μέχρι ποὺ στὰ 1612 ἡ εἰκόνα της
καταλαμβάνει καὶ ἐπίσημα τὴν ἀντίστοιχη θέση στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ.
Σήμερα, ἡ Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ εἶναι παγκοσμίως γνωστὴ ὡς ἡ Μονὴ τῆς
ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα ἀπετέλεσε προσφιλὲς
θέμα στὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη καὶ ἀπεικονίστηκε σὲ εἰκόνες, χρυσοκέντητα
ὑφάσματα καὶ ἔργα μικροτεχνίας. Στὴν Μονὴ τοῦ Σινᾶ σώζεται ἡ ἀρχαιότερη
φορητὴ εἰκόνα της (ἀρχὲς 13ου αἰῶνος). Στὴν δυτικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ διεσώθησαν ἀπεικονίσεις ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα, ἐνῶ ἀπὸ τὴν μεταβυζαντινὴ θρησκευτικὴ Κρητικὴ ἁγιογραφία διεσώθη πλῆθος φορητῶν εἰκόνων τῆς Ἁγίας στὸ Σινᾶ καὶ ἀλλοῦ.
[1]
«Μόνη γοῦν τῶν ὑπὸ τοῦ τυράννου μεμοιχευμένων Χριστιανὴ τῶν ἐπ᾿
Ἀλεξανδρείας, ἐπισημοτάτη τε καὶ λαμπροτάτη, τὴν ἐμπαθῆ καὶ ἀκόλαστον
Μαξιμίνου ψυχὴν δι᾿ ἀνδρειοτάτου παραστήματος ἐξενίκησεν, ἔνδοξος μὲν τὰ
ἄλλα πλούτῳ τε καὶ γένει καὶ παιδείᾳ, πάντα γε μὴν δεύτερα σωφροσύνης
τεθειμένη· ἣν καὶ πολλὰ λιπαρήσας, κτεῖναι μὲν ἑτοίμως θνῄσκειν ἔχουσαν
οὐχ οἷός τε ἦν, τῆς ἐπιθυμίας μᾶλλον τοῦ θυμοῦ κατακρατούσης αὐτοῦ, φυγῇ
δὲ ζημιώσας πάσης ἀφείλετο τῆς οὐσίας».
[2] Ἐπιτομὴ τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας, 1670
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου